Θεσσαλονίκη: Η µεγάλη πυρκαγιά - 5 Αυγούστου 1917
Πρόκειται για ένα τυχαίο γεγονός, το οποίο ωστόσο επηρέασε σηµαντικά τη φυσιογνωµία της πόλης της Θεσσαλονίκης. Η πυρκαγιά, που κράτησε περίπου 32 ώρες, έκαψε 9.500 σπίτια και άφησε πάνω από 70.000 άστεγους. Ταυτόχρονα µαζί µε τα κτίσµατα καταστράφηκε και η οικονοµική - κοινωνική ζωή της πόλης. Ωστόσο τη µεγάλη πυρκαγιά σήµερα θα τη διαβάσουµε από τη γραφίδα µιας σηµαντικής προσωπικότητας που ανέδειξε η πόλη της Θεσσαλονίκης, του Γ.Θ. Βαφόπουλου, ενός από τους σηµαντικότερους ποιητές µας.
Η Μεγάλη Πυρκαϊά
Τότε ακριβώς ήταν, που ήρθε ένα μεγάλο γεγονός, για ν’ αλλάξει οριστικά τη μορφή και τη μοίρα της πόλης. Κι έμεινε στην ιστορία με το όνομα: Η «Μεγάλη Πυρκαϊά του Αιώνος». Άρχισε νωρίς το απόγευμα στις 5 Αυγούστου 1917 (παλιό ημερολόγιο). Μέσα σε λιγώτερες από 24 ώρες, είχε μεταβάλει σε σωρούς από στάχτες, πέτρες και σίδερα, ολόκληρο σχεδόν το κεντρικό της τμήμα. Είχε καεί μια έκταση πάνω από ένα και μισό τετραγωνικό χιλιόμετρο, μεταξύ των οδών Αγίας Σοφίας, Αγίου Δημητρίου, Βαρδαρίου και της παραλίας. Η αρχική εστία ήταν εκεί κοντά, όπου σήμερα διασταυρώνεται η οδός Ίωνος Δραγούμη με την οδό Ολύμπου. Ένας δυνατός άνεμος, ο βαρδάρης, που φυσούσε τη μέρα εκείνη, βοήθησε να επεκταθούν οι φλόγες πολύ γρήγορα στα γύρω μεσοξύλινα σπίτια. Σε λίγες ώρες η φωτιά είχε προχωρήσει κατά την οδό Βενιζέλου, κατεβαίνοντας προς την Εγνατία. Όλοι έλπιζαν πως θα εντοπιζόταν στην παλιά Θεσσαλονίκη και δε θα προχωρούσε πέρα από την Εγνατία, προς το «ευρωπαϊκό» της τμήμα.
Οι κάτοικοι της καιόμενης περιοχής βρισκότανε σε αλλοφροσύνη και πανικό. Άνθρωποι, με την απόγνωση στο πρόσωπο, έτρεχαν σαν τρελλοί, προσπαθώντας να περισώσουν ό,τι μπορούσαν. Η Εγνατία ήταν το μεγάλο κανάλι, όπου διοχετεύονταν το πλήθος αυτό της αλλοφροσύνης. Άντρες και γυναίκες κουβαλούσαν όλων των ειδών τα πράγματα. Μητέρες, με τα βρέφη στην αγκαλιά τους, ξεφώνιζαν, ζητώντας βοήθεια. Παιδιά, με ορθάνοιχτα τα μάτια από την κατάπληξη και τον τρόμο, δεν είχαν τη δύναμη ούτε να κλάψουν. Σκηνή μιας φοβερής κόλασης, όπου άνθρωποι, ζώα φορτωμένα και κάρρα έφευγαν τρομαγμένα από τη μεγάλη φωτιά, που ολοένα προχωρούσε. Οι αρχές της πόλης ήταν ανίσχυρες να δώσουν χέρι βοήθειας. Οι περιστάσεις είχαν υπερφαλαγγίσει της δυνατότητές τους. Μεγάλες πυροσβεστικές αντλίες δεν υπήρχαν και οι μικρές χειροκίνητες «τουλούμπες» αποτελούσαν μια τραγική ειρωνεία μπροστά στη μεγάλη φλόγα, που κατάπινε, μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, σπίτια ολόκληρα. Όλοι είχαν χάσει την ψυχραιμία τους και δεν υπήρχε καμμιά αρχή να οργανώσει και να συντονίσει τις προσπάθειες για τη σωτηρία. Οι αρμοδιότητες του συμμαχικού στρατού συγκρούονταν. Στην αρχή οι ξένοι στρατιώτες, αντί να βοηθήσουν, προσπαθούσαν να πετύχουν καλές φωτογραφίες. Έπειτα, όταν πια έγινε φανερό πως ο κίνδυνος και γι’ αυτούς τους ίδιους ήταν μεγάλος, γιατί σε πολλά κτίρια, κοντά στο λιμάνι, είχανε αποθηκευμένα στρατιωτικά εφόδια, κινήθηκαν με κάπως γοργότερο ρυθμό. Μια βρεταννική ομάδα προσπάθησε να δημιουργήσει ζώνη ασφαλείας, γκρεμίζοντας διάφορα κτίσματα. Χρησιμοποιήθηκαν εκρηκτικές ύλες. Όλα ήσαν μάταια. Η ελπίδα πως η Εγνατία με το φάρδος της θα συγκρατούσε την πυρκαϊά, ήταν εντελώς μάταιη. Σε λίγες ώρες και το φράγμα της Εγνατίας είχεν υποχωρήσει.
Κατά τις εννέα το βράδυ, πήραν φωτιά τα «σκεπαστά». Έτσι λεγότανε τότε το τμήμα της οδού Βενιζέλου, από την Εγνατία ώς τη σημερινή οδό Βασιλέως Ηρακλείου. Ο δρόμος αυτός, που είχεν από πάνω του μια μακρυά σκεπή, ήταν φημισμένος για τα μεγάλα καταστήματα νεωτερισμών. Κι εδώ είχαν αρχίσει οι ίδιες σκηνές αλλοφροσύνης. Καθώς ήταν Σάββατο κι όλα τα καταστήματα των Εβραίων έμεναν κλειστά, λίγοι είχαν προλάβει να τρέξουν για να περισώσουν ό,τι μπορούσαν. Οι θόρυβοι των κάρρων, οι απεγνωσμένες φωνές των εμπόρων και το σπάσιμο των μεγάλων τζαμιών από τις βιτρίνες, σκεπαζότανε από τον πάταγο των στεγών, που κατέρρεαν.
Οι μεγάλες φλόγες, κατευθυνόμενες από τον άνεμο, προχωρούσαν με τεράστια πηδήματα, κι ήταν τόση η δύναμή τους, ώστε σήκωναν ψηλά ολόκληρα φλεγόμενα κομμάτια από ξύλα. Τα πετούσαν εκατοντάδες μέτρα μακρυά από την εστία τους. Κι έτσι είχαν σχηματισθεί πολλές διάσπαρτες καινούργιες εστίες από φωτιά, που μεγάλωναν τον πανικό.
Κι οι κατατρεγμένοι «πυροπαθείς», όπως είχαν ονομασθεί τότε τα θύματα εκείνης της πυρκαϊάς, όλο και κατέβαιναν προς την παραλία ή διέφευγαν προς τα δύο άλλα άκρα της πόλης. Κατά τα μεσάνυχτα η φωτιά είχε φθάσει πια στην παραλία. Ο μώλος, σ’ ένα μήκος ενός σχεδόν χιλιομέτρου, βρισκότανε μέσα στις φλόγες. Ακόμα και καΐκια, που δεν είχαν προλάβει να σαλπάρουν, δεν μπόρεσαν να σωθούν από τη φωτιά. Εικόνα καταπληκτική, που το τρομερό της μεγαλείο μπορούσε κανείς να το μελετήσει μοναχά από το ύψος της Ακροπόλεως ή της Μονής Βλατάδων. Κι απορούσε ποια δαιμονική δύναμη ανέβαζε τη φλόγα εκείνη σ’ ένα απίθανο ύψος, όπου και οι αεροπόροι που πετούσαν με τις μηχανές τους, κινδύνευαν να πάθουν ασφυξία.
Την άλλη μέρα, το κεντρικό τμήμα της Θεσσαλονίκης ήταν μια τεράστια έκταση από ερείπια, που κάπνιζαν ολόκληρες βδομάδες. Τόση ήταν η δύναμη της φωτιάς, που όλα τα γυάλινα είδη είχαν λειώσει, κι αργότερα, μέσα στα χαλάσματα των ζαχαροπλαστείων, μπορούσε κανείς να διακρίνει τα βάζα με τις καραμέλες, πού χανε μεταβληθεί σε μια έγχρωμη μάζα από ζάχαρη και γυαλί. Μήνες ολόκληρους, μέσα στα βαθιά υπόγεια των αποθηκών, διατηρούνταν ακόμη παραχωμένες εστίες από πυρωμένη χόβολη. Η τεράστια αυτή έκταση της συμφοράς πήρε το όνομα τα «Καμμένα». Τα Καμμένα είχαν μεταβληθεί αργότερα σε μια καινούργια Πομπηΐα, όπου την ημέρα δούλευαν συνεργεία ανασκαφών, και τις νύχτες βρίσκανε άσυλο οι αλήτες, οι κακοποιοί και οι ερωτευμένοι.
Τεράστιες περιουσίες είχαν ταφεί κάτω από τα ερείπια. Μέσα στα χρηματοκιβώτια έγιναν στάχτη τα χαρτονομίσματα και το χρυσάφι βρέθηκε λειωμένο σε παράξενα σχήματα. Η ανάγκη να γίνει το ξεκαθάρισμα των ερειπίων είχε δημιουργήσει απίθανα επαγγέλματα. Ένας Εβραίος σιδεράς είχεν ειδικευθεί στο άνοιγμα παραμορφωμένων χρηματοκιβωτίων. Και καθώς τα ελληνικά του ήσαν λιγοστά και δεν ήξερε πώς να βαφτίσει την καινούργια αυτή ειδικότητα, ζήτησε τη βοήθεια κάποιου γείτονά του, που είχε τύχει νάναι ένας γνωστός φαρσέρ δημοσιογράφος. Και την άλλη μέρα, όσοι περνούσαν έξω από το σιδεράδικό του, διάβαζαν με κατάπληξη την επιγραφή: «Σολομών Γιουδά, διαρρήκτης»!
Ήταν φυσικό, μια τόσο μεγάλη και ξαφνική καταστροφή να δημιουργήσει αμείλικτα προβλήματα επισιτισμού και στεγάσεως. Είναι αλήθεια, πως οι επιμελητείες των συμμαχικών στρατευμάτων άνοιξαν τις αποθήκες τους και βοήθησαν να γίνουν πρόχειρες κατασκηνώσεις έξω από την πόλη. Σιγά σιγά άρχισαν να ξεφυτρώνουν και οι παράγκες μέσα στα Καμμένα και σ’ άλλα μέρη της πόλης, όπου υπήρχαν χώροι ανοιχτοί. Οι ξύλινες παράγκες της πλατείας Ιπποδρομίου διατηρήθηκαν ώς πριν από λίγα χρόνια. Ποιος ήταν ο απολογισμός αυτής της «μεγαλύτερης πυρκαϊάς του αιώνος»; Δέκα χιλιάδες περίπου σπίτια, μέσα σε μιαν έκταση, που ξεπερνούσε το ένα και μισό τετραγωνικό χιλιόμετρο. Η μεγαλύτερη απώλεια ήταν η καταστροφή της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου. Ο Πολιούχος Άγιος ύψωσε φράγμα την Εκκλησία του, για να σώσει το υπόλοιπο μέρος της Θεσσαλονίκης. Κι αληθινά, το τελευταίο όριο της πυρκαϊάς, στο τμήμα εκείνο της πόλεως, ήταν το μεγάλο αυτό μνημείο της Βυζαντινής Τέχνης. Στο κέντρο όμως της καμμένης περιοχής, σαν από θαύμα έμεινε άθικτη η εκκλησία του Αγίου Μηνά, με ολόκληρη την ομώνυμη εμπορική στοά. Η σαλονικιώτικη εκκλησία του Αγίου Νικολάου καταστράφηκε τελείως. Το άλλο βυζαντινό μνημείο της Θεσσαλονίκης, η Αγία Σοφία, σώθηκε προστατευμένη από το γύρω της χώρο. Από την παλιά εκκλησία της Αγίας Θεοδώρας, δεν είχαν μείνει παρά μόνο τα θεμέλια. Σήμερα πάνω σ’ αυτά υψώνεται ένας καινούργιος ναός της Αγίας. Η φωτιά είχε σταματήσει ακριβώς στο πάνω μέρος της οδού Αγίας Σοφίας, που ενώ η μια της πλευρά είχε καεί εντελώς, η άλλη έμεινε άθικτη, μαζί με τη μεγάλη Εκκλησία της Αχειροποιήτου. Εβδομήντα περίπου χιλιάδες κάτοικοι είχαν μείνει άστεγοι. Οι μισοί ήσαν Εβραίοι. Οι άλλοι μισοί Έλληνες και κάμποσοι Τούρκοι και ξένοι. Αλλά η Θεσσαλονίκη πολύ γρήγορα απέκτησε την πρωτινή της ζωτικότητα. Μέσα σ’ ένα σχεδόν χρόνο η κεντρική αγορά είχεν αναδυθεί από τα ερείπια, στεγασμένη σε παράγκες και σε πρόχειρα επισκευασμένα οικήματα. Κι ο παλιός ρυθμός ξανάρθε πάλι στην κοινωνική και την εμπορική της ζωή, μόνο που τώρα η άλλοτε γραφική αυτή πόλη ήταν ένας τεράστιος προσφυγικός καταυλισμός, μια σωστή «παραγκούπολις». Τον άλλο χρόνο τέλειωσε ο ευρωπαϊκός πόλεμος. Οι σύμμαχοι είχαν πια αποχωρήσει. Πολύ πριν απ’ αυτούς, είχε μεταφερθεί στην Αθήνα και η Προσωρινή Κυβέρνηση της Εθνικής Αμύνης, που ήταν τώρα η Κυβέρνηση της ενωμένης Ελλάδος. Ενωμένης, αλλοίμονο, μόνο γεωγραφικά. Γιατί ο χωρισμός στις ψυχές των Ελλήνων είχε προχωρήσει διαβρωτικά. Οι Έλληνες, τυφλωμένοι από τα πολιτικά πάθη, είχαν πάψει να είναι Έλληνες. Ήσαν τώρα Βενιζελικοί και Αντιβενιζελικοί.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε ψευδώνυμο.
Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).Υβριστικά και μη ευπρεπή σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.