Χιμαριώτες Μισθοφόροι Πολεμιστές

OI ΣΤΡΑΝΤΙΟΤΟΙ

Στη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια, πολλοί Έλληνες αλλά και άλλοι πολεμιστές από τα Βαλκάνια, βρήκαν καταφύγιο και υπηρέτησαν σε μεγάλους αριθμούς στις γειτονικές χριστιανικές δυνάμεις. Για παράδειγμα, μονάδες Ελλήνων και Χριστιανών Αλβανών υπηρέτησαν τη Βενετία και την Ισπανία στα Βαλκάνια και την Ιταλία, λίγο μετά την πτώση του Βυζαντίου. Κατά τη διάρκεια των τουρκοβενετικών πολέμων του 150υ αιώνα, μεγάλοι αριθμοί στρατιωτών που είχαν υπηρετήσει στα τελευταία χριστιανικά κράτη στα Βαλκάνια, εντάχθηκαν στην υπηρεσία των βενετικών κτήσεων στην Ελλάδα και τη Δαλματία. Γνωστοί στα ιταλικά ως στραντιότι (stradioti), από τον ελληνικό όρο στρατιώτης, ήταν δυνάμεις ελαφρών ιππέων, που χρησιμοποιούσαν ως όπλα λόγχη, μακριά σπάθα και κεφαλοθραύστες και των οποίων η "στολή" ήταν ένα μίγμα ανατολίτικου και βυζαντινού εξοπλισμού.

Καθόλη τη διάρκεια του 16oυ αιώνα, οι στραντιότι υπηρέτησαν στους στρατούς της Βενετίας, της Γένοβας, της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Η Νεάπολη, τόσο κάτω από τον ισπανικό κλάδο των Αψθούργων όσο και κάτω από τους Βουρθώνους, παρέμεινε άλλο ένα κέντρο στρατιωτικής δραστηριότητας αλλά και εποίκισης από βαλκανικούς πληθυσμούς της διασποράς.

Κατά τον 15ο αιώνα, μεγάλοι αριθμοί Χριστιανών Αλβανών, προσφύγων από τους πολέμους του Σκεντέρμπεη, εγκαταστάθηκαν στην Καλαβρία και τη Σικελία και τον 15ο και 16ο αιώνα πολλοί Έλληνες και Αλβανοί stradioti και οι οικογένειές τους από την Πελοπόννησο μετοίκησαν σε εδάφη της Νεάπολης. Αργότερα, φυγάδες από τις αυτόνομες στρατιωτικές κοινότητες της Χιμάρας και της Μάνης, δημιούργησαν αποικίες στην Απουλία και αλλού. Οι περισσότεροι από αυτούς τους οικισμούς είχαν στρατιωτικά προνόμια αλλά και υποχρεώσεις, όμως μέχρι τον 18ο αιώνα αυτοί οι διακανονισμοί είχαν περιπέσει σε αχρηστία.

Καθώς μεταβλήθηκαν σε κληρονομικές μονάδες, η στρατιωτική αξία αυτών των παλαιότερων τμημάτων των stradioti κατέπεσε, αλλά κατά τον 18ο αιώνα νέοι στρατιωτικοί θεσμοί εμφανίσθηκαν για να συνεχίσουν την παράδοση των βαλκανικών λεγεώνων στη Βενετία και τη Νεάπολη, Οι δύο κυριότεροι σχηματισμοί που επανδρώνονταν από βαλκανικές δυνάμεις ήταν το βενετικό Reggimento Cimarrioto (Σύνταγμα Χιμαριωτών) και το ναπολιτάνικο Reggimento Real Macedone (Βασιλικό Μακεδονικό Σύνταγμα). Το Reggimento Cimarrioto σχηματίσθηκε κατά τη διάρκεια των πολέμων για τον Χάνδακα και τον Μοριά από τους Βενετούς, ενώ το Reggimento Real Macedone οργανώθηκε λίγο μετά τη δημιουργία του ανεξάρτητου Βασιλείου της Νεάπολης το 1734.

ΟΙ ΧΙΜΑΡΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Από την περιοχή της Χιμάρας προερχόταν η πλειοψηφία των ανδρών του Reggimento Cimarrioto και το μεγαλύτερο τμήμα εκείνων του Reggimento Real Macedone. Όπως η Μάνη, το Μαυροβούνιο και το Σούλι, η Χιμάρα ήταν μία από εκείνες τις περιοχές των οποίων οι κάτοικοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν την αυτοδιοίκησή τους, εξαιτίας της οργάνωσής τους σε φυλές ή φάρες, της δυσκολίας πρόσβασης στις ορεινές τους πατρίδες, της εγγύτητάς τους σε περιοχές ελεγχόμενες από τους Βενετούς και φυσικά της στρατιωτικής αξίας των κατοίκων τους. Το 1537 οι Οθωμανοί οργάνωσαν μια εκστρατεία που κατέληξε στην καταστροφή ή την κατάληψη πολλών από τα χωριά της Χιμάρας, δίχως ωστόσο να κατορθώσουν να υποτάξουν εντελώς την περιοχή. Μάλιστα, παρότι νικητές, αναγκάσθηκαν να έλθουν σε συμβιβασμό με τους κατοίκους της Χιμάρας, προσφέροντας τους τα εξής προνόμια: τοπική αυτοδιοίκηση, τοπική απονομή της δικαιοσύνης, το δικαίωμα της οπλοφορίας και εξαίρεση από το χαράτσι και τον κεφαλικό φόρο, με αντάλλαγμα έναν ετήσιο φόρο υποτέλειας. Οι Χιμαριώτες και οι Οθωμανοί διαπραγματεύθηκαν αυτούς τους όρους το 1519, μέσω του Λιάζ (Ηλία) Πασά, ενός εξισλαμισμένου ντόπιου που εκπροσωπούσε τον σουλτάνο Σελήμ Α'. Κατά την ανανέωσή τους επί της βασιλείας του Μουράτ Δ' και του Σουλεϊμάν Β', οι συνθήκες αυτές τροποποιήθηκαν ώστε να συμπεριλάβουν όρους για την προσφορά στρατιωτικής υπηρεσίας από τους Χιμαριώτες σε περιόδους πολέμου, και για τη διατήρηση των ναυτικών προνομίων της Χιμάρας.
Άποψη των βουνών και των παραλίων της Χιμάρας σε γκραβούρα του 19ου αιώνα.

Παρόλα αυτά τα προνόμια, οι Χιμαριώτες εξεγέρθηκαν εναντίον της οθωμανικής εξουσίας σε αρκετές περιπτώσεις και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια του τρίτου Βενετοτουρκικού Πολέμου (1537-1540), του πολέμου της Ιερής Συμμαχίας (1571) και των πολέμων για τον Μοριά (1684). Τα αντίποινα των Οθωμανών μέχρις ενός σημείου συνέβαλαν στη δημογραφική παρακμή της περιοχής και είχαν ως κατάληξη, σε κάποιες περιπτώσεις, τον βίαιο εξισλαμισμό ορισμένων κατοίκων. Μαζί με τις εθελούσιες προσχωρήσεις στο Ισλάμ, η κατάσταση αυτή συνέβαλε στον περιορισμό του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής στην πόλη της Χιμάρας και σε έξι ακόμη μεγάλα χωριά. Παρά τον περιορισμό του μεγέθους της, η κοινότητα της Χιμάρας διατήρησε τα προνόμιά της έως και τον 20ό αιώνα, παρότι τοπικοί Οθωμανοί αξιωματούχοι συχνά τα καταστρατηγούσαν.

Στο μεταξύ, η στρατηγική βάση της Χιμάρας κοντά στα στενά του Οτράντο (που χωρίζουν την Ιταλία από τα Βαλκάνια και την Αδριατική από το Ιόνιο), καθώς και η εγγύτητά της προς την Ιταλία (μόλις 100 χιλιόμετρα από την Απουλία) και τις βενετικές κτήσεις του Ιονίου (35 χιλιόμετρα από την Κέρκυρα), είχαν προσελκύσει το ενδιαφέρον τόσο της Δημοκρατίας της Βενετίας, όσο και του Βασιλείου της Ισπανίας (αργότερα της Νεάπολης). Αυτές οι Καθολικές δυνάμεις διέβλεψαν την ύπαρξη στρατηγικών πλεονεκτημάτων στη διατήρηση της αυτονομίας της Χιμάρας και της επιρροής τους στην περιοχή.

ΤΟ REGGIMENTO CIMARRIOTO

Μετά την εξέγερση του 1685 πολλοί Χιμαριώτες ενταχθήκαν στα στρατεύματα της Βενετίας και αργότερα συγκεντρώθηκαν στο δύναμης 2.000 ανδρών Reggimento Cimarrioto. Αυτό το Σύνταγμα διακρίθηκε στα τελευταία χρόνια των πολέμων για τον Μοριά και, στα χρόνια της ειρήνης που ακολούθησαν, οι δυνάμεις του αναπτύχθηκαν στα Ιόνια νησιά και σε άλλες φρουρές του Λεβάντε. Το Σύνταγμα συγκεντρωνόταν ολόκληρο μόνο για αραιές επιθεωρήσεις από τις βενετικές Αρχές.

Οι εκτεταμένες παρατυπίες που μάστιζαν το Reggimento Cimarrioto κατά τα ύστερα χρόνια της ύπαρξής του, αποδεικνύουν ότι οι Βενετοί και οι Ναπολιτάνοι ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλο ως προς τη στρατολόγηση των Χιμαριωτών. Για παράδειγμα, σε μια επιθεώρηση του φρουρίου της Κέρκυρας το 1745, οι Βενετοί αξιωματούχοι ανακάλυψαν ότι οι δύο λόχοι του Reggimento Cimarrioto που υπηρετούσαν στη φρουρά της Κέρκυρας είχαν μαζικές απουσίες. Δύο από τους αξιωματικούς τους, κάποιος ταγματάρχης Μπιτσίλης και ένας λοχαγός Πολύμερος, ήταν παρόντες μόνο για να εισπράξουν την πληρωμή των ανδρών τους. Οι άνδρες ήταν στη Χιμάρα και παραλάμβαναν από εκεί την πληρωμή τους. Στην πραγματικότητα, μερικοί απ' αυτούς πληρώνονταν τόσο από τη Δημοκρατία της Βενετίας, όσο και από το Βασίλειο της Νεάπολης, καθώς ήταν εγγεγραμμένοι επίσης και στο Reggimento Real Macedone.

Αυτή η μονάδα (το Reggimento Real Macedone) έλκυε την καταγωγή της από μια στρατιωτική μονάδα που σχηματίσθηκε αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίηση του βασιλείου της Νεάπολης, υπό τον δικό της κλάδο του οίκου των Βουρβόνων. Ο Ηπειρώτης έμπορος Αθανάσιος Γλυκής, που ζούσε στη Νεάπολη, και ο κόμης Στρατής Γκίκας, ένας βετεράνος stradioto από τη Χιμάρα στην υπηρεσία των Ναπολιτάνων, ήταν υπεύθυνοι για την αρχική οργάνωση και τη στρατολογία για τον νέο σχηματισμό. Το 1735, οι άνδρες αυτοί οργάνωσαν μια μικρή μονάδα, αναμφίβολα από Χιμαριώτες, για να υπηρετήσουν ως φρουρά του βασιλιά Καρόλου. Αυτή η μονάδα είχε αποκτήσει μέγεθος τάγματος το 1738, αλλά την ίδια χρονιά ανέκυψαν προβλήματα στο εσωτερικό της, υποτίθεται λόγω των μηχανορραφιών Βενετών πρακτόρων. Πιθανότατα η βενετική παρέμβαση ήταν αποτέλεσμα του ανταγωνισμού για τη στρατολόγηση Χιμαριωτών την οποία προαναφέραμε.

Εξαιτίας αυτής της διχόνοιας, η ναπολιτάνικη μονάδα αναδιοργανώθηκε υπό νέα ηγεσία το 1739. Ο νέος διοικητής ήταν ο Κεφαλλονίτης κόμης Γεώργιος Χωραφάς, πρώην αξιωματικός στον Βενετικό Στρατό. Υπό την ηγεσία του, η μονάδα μεγέθους τάγματος επεκτάθηκε σταδιακά σε ένα πλήρες σύνταγμα το οποίο, το 1754, αποτελείτο από δύο τάγματα με 13 λόχους το καθένα. Ο αρχικός διοικητής, Στρατής Γκίκας, είχε τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και ήταν δεύτερος στην ιεραρχία. Αυτός ο σχηματισμός, που έγινε γνωστός με το όνομα Reggimento Real Macedone, παρέμεινε ως είχε έως την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα. Ο Χωραφάς παρέμεινε διοικητής του συντάγματος έως το 1775, οπότε και πέθανε, με τον βαθμό του αντιστράτηγου. Ο Στρατής Γκίκας τον διαδέχθηκε στη διοίκηση του συντάγματος, μέχρι τον θάνατό του το 1784, οπότε ο συνταγματάρχης Βλάσσης τον αντικατέστησε ως προσωρινός διοικητής, έως ότου ανέλαβε τη διοίκηση ο γιος του Στρατή Γκίκα, Αθανάσιος, υπό την ηγεσία του οποίου το σύνταγμα συνέχισε την ύπαρξή του έως τις παραμονές της γαλλικής εισβολής στην Ιταλία το 1798.

ΤΟ REGGIMENTO REAL MACEDONE

ΤΟ Reggimento Real Macedone ήταν μία από τις πλέον διακεκριμένες μονάδες στον στρατό της Νεάπολης. Οι επιδόσεις του συντάγματος και των μετέπειτα αδελφών μονάδων του ήταν ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες, σύμφωνα με τους ιστορικούς που έχουν μελετήσει τη δράση τους. Στον Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής το σύνταγμα διακρίθηκε ιδιαίτερα εναντίον των δυνάμεων των Αψβούργων, συλλαμβάνοντας περισσότερους από 400 αιχμαλώτους. Συνέχισε να δραστηριοποιείται στις εκστρατείες του 1745 και του 1746 μαζί με άλλες ναπολιτάνικες μονάδες, με τις οποίες είχε σχηματίσει μία «Μακεδονική ταξιαρχία», που ονομάσθηκε έτσι προς τιμήν του συντάγματος. Παρότι οι άνδρες του συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, ως συνέπεια της συνολικής ήττας των ναπολιτάνικων δυνάμεων, το σύνταγμα διατήρησε την καλή του φήμη καθ' όλη τη διάρκεια της εκστρατείας.
Οπλίτης του Regimento Real Macedone

Αργότερα, αποσπάσματα του Reggimento Real Macedone υπηρέτησαν ως πεζοναύτες στα πλοία του Ναπολιτάνικου Ναυτικού, σε εκστρατείες εναντίον Βερθερίνων πειρατών. Με δεδομένο ότι την εποχή αυτή τα καθήκοντα των πεζοναυτών περιλάμβαναν τόσο τον ακροβολισμό εναντίον των πληρωμάτων των εχθρικών πλοίων από την κουπαστή, όσο και αμφίβιες επιχειρήσεις, οι άνδρες του συντάγματος, που ήταν διακεκριμένοι σκοπευτές, ήταν ιδιαίτερα κατάλληλοι γι' αυτό τον ρόλο. Κατά τις επιχειρήσεις στην Τρίπολη το 1750, για παράδειγμα, βρίσκουμε περισσότερους από 300 από τους άνδρες του συντάγματος να υπηρετούν ως πεζοναύτες.

Το 1793 η άνοδος της επαναστατικής Γαλλίας ως μία απειλή για το status quo της Ευρώπης, σηματοδότησε την αφετηρία ενός νέου κεφαλαίου στην ιστορία του συντάγματος. Το βασίλειο της Νεάπολης συμμάχησε με την Αγγλία και άλλες χώρες σε μια προσπάθεια περιορισμού της νέας γαλλικής δύναμης. Σε αυτή την προσπάθεια συμμετείχε ένα τάγμα από το Μακεδονικό σύνταγμα. Οι άνδρες του τάγματος υπηρέτησαν ως πεζοναύτες σε μία ματαιωθείσα επιχείρηση εναντίον των Γάλλων στην Τουλόν. Καθώς η στρατιωτική ανάμιξη των Γάλλων στην Ιταλία εντεινόταν κατά τη δεκαετία του 1790, έγιναν κινήσεις για να ενισχυθεί το σύνταγμα με νέες μονάδες.

Το 1786, στις παραμονές μιας νέας προσπάθειας στρατολόγησης στην Ήπειρο υπό τον αξιωματικό Κωνσταντίνο Καζνεζή, το σύνταγμα είχε δύναμη 2.012 αξιωματικών και οπλιτών. Μετά την εκστρατεία στην Τουλόν, εμφανίσθηκαν τόσοι εθελοντές για στρατολόγηση, ώστε κρίθηκε αναγκαίος ο σχηματισμός ενός δεύτερου συντάγματος, το οποίο, μαζί με το αρχικό Reggimento Real Macedone σχημάτισε μία νέα, ομοιογενή, Μακεδονική ταξιαρχία (Brigata Macedone), με διοικητή τον πρίγκιπα Λουδοβίκο Αδόλφο της Σαξονίας. Το 1797-98, όταν το βασίλειο των Δύο Σικελιών αναζητούσε απελπισμένα άνδρες ενόψει της επερχόμενης γαλλικής εισβολής, άλλη μία ενεργητική προσπάθεια στρατολόγησης στην Ήπειρο συγκέντρωσε μια νέα δύναμη 600 ανδρών. Αυτή η μονάδα οργανώθηκε ως Battaglione del Cacciatori Albanesi (Τάγμα Αλβανών Κυνηγών) με διοικητή των Κωνσταντίνο Καζνεζή, που ήταν και ο κύριος υπεύθυνος για τη στρατολόγησή της.

Κατά την εκστρατεία του 1798 εναντίον των Γάλλων στο Παπικό κρατίδιο, η Brigata Macedone και το Battaglione dei Cacciatori Albanesi έλαβαν μέρος στις συγκρούσεις μέσα και γύρω από τη Ρώμη. Κατά τη διάρκεια μαχών και αψιμαχιών στην Τσιβιτά Καστελάνα, το Καϊάτσο, τον Άγιο Ιωάννη του Λατερανού και την Καπύη, οι δύο ελληνικές μονάδες προέβαλλαν αντίσταση στις γαλλικές δυνάμεις σημαντικά αποτελεσματικότερη από εκείνη των υπόλοιπων ναπολιτάνικων μονάδων, κερδίζοντας έτσι μια σημαντική διάκριση σε μία κατά τα λοιπά ατιμωτική εκστρατεία.

Μετά την ήττα των δυνάμεων της Νεάπολης από τους Γάλλους, οι δύο μονάδες είχαν τη σημαντικότερη συμβολή στη διάρκεια της διήμερης αμυντικής μάχης στο φρούριο Κάρμινε και σε άλλα τμήματα της Νεάπολης. Το Battaglione dei Cacciatori Albanesi και στοιχεία της Brigata Macedone κατέληξαν να οχυρωθούν στο φρούριο Κάρμινε και να διαπραγματευθούν την παράδοσή τους στους Γάλλους. Ωστόσο, οι τελευταίοι δεν σεβάσθηκαν τους όρους της παράδοσης και κράτησαν τους άνδρες φυλακισμένους στο Σαν Φραντσέσκο, και μάλιστα χορηγώντας τους πολύ μειωμένες μερίδες φαγητού. Οι φυλακισμένοι λάμβαναν τα απαραίτητα τρόφιμα για την επιβίωσή τους από Έλληνες εμπόρους και από Ναπολιτάνους. Αν και τελικά οι άνδρες του Battaglione dei Cacciatori Albanesi παρέμειναν αιχμάλωτοι πολέμου, τα δύο μακεδονικά συντάγματα αφέθηκαν ελεύθερα. Οι άνδρες που τα αποτελούσαν είτε διασκορπίσθηκαν αναζητώντας καταφύγιο στα σπίτια φίλων και στα γειτονικά νησιά Πρότσιντα και Ισκια, είτε επέστρεψαν στην πατρίδα τους, προμηθευόμενοι διαβατήρια με πλαστά ονόματα, από τον πρόξενο των Οθωμανών Κατά τη βραχύβια Δημοκρατία της Νεάπολης, μερικοί Έλληνες αξιωματικοί εντάχθηκαν στην υπηρεσία των Γάλλων και δύο από αυτούς προήχθησαν μέχρι τον βαθμό του ταξιάρχου.

Σε διάστημα έξι μηνών από τη γαλλική νίκη, η Δημοκρατία της Νεάπολης κατέρρευσε και αγγλορωσικές μονάδες, όπως και το στρατιωτικό κίνημα του καρδινάλιου Ρούφο, απεκατέστησαν τη βασιλεία. Οι δύο μονάδες ανασυγκροτήθηκαν υπό τις ονομασίες Battaglione dei Cacciatori Macedoni και Reggimento Albania. Με την επιστροφή των Γάλλων το 1805, αυτές οι δύο μονάδες μεταφέρθηκαν στη Σικελία, όπου υπηρέτησαν μαζί με συμμαχικές δυνάμεις στον εξόριστο στρατό του Βασιλείου της Νεάπολης. Αυτές οι αποδυναμωμένες μονάδες φρουρούσαν τη Σικελία μέχρι το 1812, οπότε διαλύθηκαν. Αρκετοί αξιωματικοί τους εντάχθηκαν σε άλλες στρατιωτικές μονάδες ή ανέλαβαν καθήκοντα στα ναπολιτάνικα προξενεία ή σε υπηρεσίες πληροφοριών στο Λεβάντε.

Μετά από ένα διάλειμμα πέντε χρόνων, ο αντιστράτηγος Ρίτσαρντ Τσωρτς, στρατιωτικός διοικητής της Απουλίας, αναβίωσε την παράδοση των Μακεδονικών μονάδων το 1817. Από το 1809 έως το 1814 ο Τσωρτς ήταν οργανωτής και διοικητής των δύο Συνταγμάτων Ελαφρού Πεζικού του δούκα του Γιορκ στα Επτάνησα. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, ήταν ένας από τους σημαντικότερους φιλέλληνες διοικητές των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων.

Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, τα ελληνικά συντάγματα διαλύθηκαν και ο Τσωρτς μετατέθηκε στο βασίλειο της Νεάπολης. Ως στρατιωτικός διοικητής της Απουλίας κατόρθωσε να οργανώσει ένα νέο Battaglione dei Cacciatori Macedoni, στο οποίο εντάχθηκαν όχι μόνο βετεράνοι των παλαιών μονάδων της Νεάπολης, αλλά και άνδρες που είχαν υπηρετήσει στα δύο συντάγματα των Επτανήσων. Αυτή η ταξιαρχία συμμετείχε ενεργά στις εκστρατείες του Τσωρτς στην Απουλία εναντίον ληστών και στην καταστολή τοπικών επαναστάσεων, μέχρι τον lούνιο του 1820, όταν διαλύθηκε μετά από λιγότερο από τρία χρόνια υπηρεσίας. Επρόκειτο για την τελευταία ελληνική μονάδα που υπηρέτησε το βασίλειο της Νεάπολης.

Στα περίπου 80 χρόνια κατά τα οποία η Νεάπολη στρατολογούσε ελαφρύ πεζικό από τα Βαλκάνια, οι άνδρες του συντάγματος και των σχηματισμών που το διαδέχθηκαν ήταν γνωστοί κυρίως με τρία ονόματα, μαζί με το προαναφερθέν camiciotti: με τα φαινομενικά εθνικά ονόματα Greci, Albanesi και Macedoni. Ωστόσο, την εποχή αυτή οι ονομασίες δεν είχαν την κατοπινή εθνική τους σημασία, αλλά ήταν περισσότερο στυλιζαρισμένοι όροι που περιέγραφαν τη γενική προέλευση των ανδρών ή τον τρόπο με τον οποίο πολεμούσαν. Ο όρος Greci ήταν τόσο θρησκευτικός όσο και εθνικός, δηλώνοντας καταρχήν την Ορθόδοξη πίστη και όχι απαραίτητα την ελληνική εθνικότητα, παρότι σήμερα θα θεωρούσαμε Έλληνες το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ανδρών. Ο όρος Albanesi χρησιμοποιείτο διότι οι άνδρες αυτού του έθνους είχαν αποκτήσει φήμη ως μισθοφόροι στην υπηρεσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Μουσουλμάνοι Αλβανοί είχαν καταστεί ο κύριος όγκος των στρατών του σουλτάνου και οι Ευρωπαίοι τους είχαν δώσει την προσωνυμία «Οι Ελβετοί της Εγγύς Ανατολής». Το τρίτο επίθετο, Macedoni, που χρησιμοποιήθηκε και στον τίτλο του συντάγματος, υποδήλωνε όχι μόνο τους κατοίκους της περιοχής της Μακεδονίας (όπως γινόταν αντιληπτή είτε με αρχαίους, είτε με σύγχρονους όρους) αλλά και όλους όσους ζούσαν σε περιοχές υπό την εξουσία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτή η χρήση ουσιαστικά καθιστούσε το σύνολο της Βαλκανικής Χερσονήσου, αλλά και της Εγγύς Ανατολής, δυνάμει τόπους στρατολόγησης αυτών των δυνάμεων.

Τα αρχεία της στρατολογίας από τις δεκαετίες του 1740 και του 1750, δείχνουν ότι οι Ναπολιτάνοι στρατολογούσαν άνδρες για το Reggimento Real Macedone από απομακρυσμένες περιοχές όπως η Τήνος, το Ντουμπρόβνικ, η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη, το Μεσολόγγι, η Μάνη, η Πελοπόννησος και το Μαυροβούνιο. Μια άλλη πηγή καταγράφει στρατολογήσεις από την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και τα Επτάνησα. Υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες εντάχθηκαν στο Σύνταγμα και Ιταλοί. Ένας καθοριστικός παράγοντας που προσέλκυε Ιταλούς ήταν ότι ο μισθός των camiciotti ήταν σημαντικά υψηλότερος από των άλλων μονάδων στον Ναπολιτάνικο Στρατό, παρότι αυτοί οι άνδρες έπρεπε να προμηθεύονται μόνοι τους τις στολές, τα χρειώδη και τα όπλα. Σύμφωνα με έναν Άγγλο παρατηρητή, ο μισθός; των «Μακεδόνων» ήταν διπλάσιος από εκείνο των ιταλικών μονάδων.

Η στρατολόγηση στο Μακεδονικό σύνταγμα ανδρών από περιοχές που δεν συμπεριλαμβάνονταν στον κανονισμό στρατολογίας της μονάδας δημιουργούσε ένα πρόβλημα δικαιοδοσίας. Οι διοικητές της μονάδας, υπερασπιζόμενοι τη στρατολογική πρακτική τους, δεν παρουσίαζαν μόνο διοικητικές αποδείξεις, αλλά συχνά επικαλούντο και ιστορικούς καθώς και εθνικούς λόγους για τη διατήρηση. «Ιλλυρικών» στρατευμάτων. Ο συνταγματάρχης Χωραφάς υποστήριζε την ένταξή τους με το ιστορικό επιχείρημα ότι η πατρίδα τους βρισκόταν εντός των ορίων της επικράτειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Παρότι για τους σύγχρονους λόγιους μια τέτοια δήλωση είναι μάλλον μεροληπτική, αποτελούσε ένα πειστικό επιχείρημα σε μια εποχή κατά την οποία οι αρχαίες διεκδικήσεις είχαν ιστορικά το προβάδισμα.

Ο Σπυρομήλιος κατα την θητεία του ώς πρόεδρος της βουλής.

Η Χιμάρα παρέμεινε η κύρια πηγή άντλησης ανθρώπινου δυναμικού για τις ανάγκες του Συντάγματος, πέρα και πάνω από τις υπόλοιπες περιοχές, όπως αποδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό αξιωματικών που προέρχονταν από σημαντικές χειμαρριώτικες οικογένειες. Μία ένδειξη για την έκταση του φαινομένου της υπηρεσίας Χιμαριωτών στο Μακεδονικό σύνταγμα και στους διαδόχους του, δίνει η αφήγηση του Ουίλλιαμ Ληκ που ταξίδεψε στη Χιμάρα το 1805. Εκεί βρήκε περίπου 100 παλαίμαχους στρατιώτες που είχαν υπηρετήσει τη Νεάπολη και ζούσαν με συντάξεις, αρκετούς στρατιώτες που περνούσαν εκεί την άδειά τους, καθώς και τρεις ή τέσσερις αξιωματικούς που στρατολογούσαν συμπατριώτες τους για να πολεμήσουν για λογαριασμό της Νεάπολης.

Κατά τη δεκαετία που ακολούθησε τη διάλυση του τελευταίου Μακεδονικού στρατιωτικού σχηματισμού της Νεάπολης, οι βετεράνοι Χιμαριώτες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση. Μεταξύ αυτών που έγιναν αξιωματικοί των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων, ο πλέον διακεκριμένος ήταν ο στρατηγός Σπυρομήλιος. Στη διάρκεια της 50αετούς σταδιοδρομίας του, υπηρέτησε στα Τάγματα Ελαφρού Πεζικού του ελληνικού κράτους, ως διοικητής της Σχολής Ευελπίδων, και στην πολιτική, πρώτα ως υπουργός Πολέμου και στη συνέχεια ως αντιπρόεδρος και πρόεδρος του κοινοβουλίου.

Εκτός από αυτούς και άλλους οπλαρχηγούς, πολλοί Χιμαριώτες έσπευσαν να πολεμήσουν στην επαναστατημένη Ελλάδα μέσω ελληνικών επιτροπών στα Ιόνια Νησιά. Υπηρέτησαν τόσο σε ηπειρωτικά σώματα, όσο και σε μονάδες που αποτελούντο αποκλειστικά από Χιμαριώτες Μία μονάδα 250 Χιμαριωτών υπό τα αδέλφια Μήλιου συμμετείχε στη διάσημη πολιορκία και έξοδο του Μεσολογγίου. Από τη μονάδα αυτή επιβίωσαν δέκα άνδρες. Ένα άλλο τμήμα από Χιμαριώτες συμμετείχε στις τελευταίες εκστρατείες στη δυτική Στερεά Ελλάδα κατά τα έτη 1828 και 1829. Πέρα από αυτή τη συμβολή των Χιμαριωτών, το Reggimento Real Macedone και οι επίγονοί του είχαν σαφή αντίκτυπο στην ανάπτυξη του ελληνικού κινήματος για εθνική ανεξαρτησία και με άλλους σημαντικούς τρόπους.

Στα τέλη του 18ου αιώνα το Reggimento Real Macedone άρχισε να αντικαθίσταται και να επισκιάζεται από νέους σχηματισμούς τους οποίους δημιουργούσαν και οργάνωναν οι κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις που εμπλεκόταν στη Μεσόγειο. Σε κάποιες από αυτές τις ρωσικές, γαλλικές και βρετανικές μονάδες, αντιγράφηκαν οι παραδοσιακές πηγές στρατολόγησης του ναπολιτάνικου συντάγματος, ενώ η οργάνωσή του χρησιμοποιήθηκε ως υπόδειγμα. Αυτοί οι ύστεροι σχηματισμοί προσέφεραν πολλές από τις δυνάμεις που έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση.

ΟΙ ΧΙΜΑΡΙΩΤΕΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ

Παλαιά απεικόνιση της ακτογραμμής της Χιμάρας.

Ήδη από το 1759, είχαν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις μεταξύ των Χιμαριωτών και της Ρωσικής αυτοκρατορίας, για τη στρατολόγηση ενός ή δύο συνταγμάτων. Αυτές οι επαφές δεν απέδωσαν καρπούς, αλλά κατά τη διάρκεια των Ρωσοτουρκικών Πολέμων του 1769-74, περισσότεροι από 3.000 Έλληνες, Ορθόδοξοι Αλβανοί και Νοτιοσλάβοι υπηρέτησαν ως πεζοναύτες στα πλοία του ρωσικού στόλου που επιχειρούσε στην ανατολική Μεσόγειο μετά την εξέγερση του Μαυροβουνίου, της Χιμάρας, της Μάνης και άλλων ελληνικών περιοχών . Στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1787-92, περισσότεροι από 800 πολεμιστές στρατολογήθηκαν και πάλι από Ρώσους πράκτορες για να υπηρετήσουν ως πεζοναύτες στον επιδρομικό στολίσκο του Λάμπρου Κατσώνη και του Γκουλιέλμο Λορέντζι. Βετεράνοι αυτών των δύο πολέμων μετανάστευσαν στη Ρωσία και δημιούργησαν τη βάση δύο τακτικών μονάδων στη νότια Ουκρανία: της Grecheskii pekhotnyi polk, δηλαδή του Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού (αγνότερα γνωστού ως Balaklavskii grecheskii pekhotnyi batalion, δηλαδή Ελληνικού Τάγματος Πεζικού της Μπαλακλάβας) που σχηματίσθηκε στην Κριμαία το 1775 και του Odesskii grecheskii division, της Ελληνικής Μονάδας της Οδησσού, που σχηματίσθηκε στην Οδησσό το 1795.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι οι δύο πιο δραστήριοι πράκτορες στρατολόγησης γι' αυτές τις ρωσικές μονάδες, είχαν κάποιους δεσμούς με τις παλαιότερες βαλκανικές στρατιωτικές μονάδες της Βενετίας και της Νεάπολης. Ο ταγματάρχης Πάνος Μπιτσιλής, που ήταν ο κύριος στρατολογητής στη Χιμάρα και αργότερα πρόξενος της Ρωσίας στην Αλβανία και τη Χιμάρα, ήταν γόνος μιας γνωστής χειμαρριώτικης οικογένειας, μέλη της οποίας είχαν υπηρετήσει ως αξιωματικοί στο Reggimento Cimarrioto της Βενετίας και η οποία ήταν η πρώτη Χιμαριώτικη φάρα που προσέφερε τις υπηρεσίες της στη Ρωσική αυτοκρατορία. Ένα άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας, ο Κωνσταντίνος Μπιτσιλής, ήταν ο πρώτος διοικητής του Odesskii grecheskfi division. Υπάρχουν στοιχεία ότι ο Πάνος Μπιτσιλής ή ένας κατοπινός συνονόματός του, ήταν μέλος της μυστικής ελληνικής επαναστατικής οργάνωσης, της Φιλικής Εταιρείας. Ο άλλος σημαντικός στρατολόγος, ο ταγματάρχης Λουδοβίκος Σωτήρης, που συνέβαλε σημαντικά στη στρατολόγηση πολλών δυνάμεων από την Ήπειρο και την κεντρική Ελλάδα κατά τη διάρκεια και των δύο Ρωσοτουρκικών Πολέμων, ήταν Έλληνας από τη Λευκάδα, γιατρός στη Νεάπολη επί αρκετά χρόνια, και αναμφίβολα είχε επαφές με πολλά μέλη του Reggimento Real Macedone κατά την εκεί παραμονή του. Αυτή η εμπειρία του, σε συνδυασμό με τη διαμονή του στα Ιωάννινα, τον κατέστησαν έναν πολύ αποτελεσματικό στρατολόγο για λογαριασμό της Ρωσίας. Ενδεικτικό των επαφών του με τις μονάδες της Νεάπολης, ήταν το γεγονός ότι τους άνδρες που στρατολόγησε τους αποκαλούσε Μακεδόνες.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ

Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι προκάλεσαν και τον πολλαπλασιασμό των ελληνικών μονάδων που υπηρετούσαν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, συμπεριλαμβανόμενων και των Ενόπλων Δυνάμεων της Νεάπολης. Κατά την κατοχή των Ιονίων Νήσων από τους Ρώσους, οι τελευταίοι οργάνωσαν μονάδες από την ηπειρωτική Ελλάδα, είτε υπό την αιγίδα της Επτανήσου Πολιτείας (Pichetti Albanesi - Αλβανικά αποσπάσματα, Corpo Macedone - Σώμα Μακεδόνων) είτε απευθείας υπό ρωσικό έλεγχο (Legion legkikh strelkov - Λεγεώνα Ελαφρών Κυνηγών, Osobyi grecheskii korpu - Έκτακτο Ελληνικό Σώμα). Κατά τη γαλλική κατοχή των Επτανήσων, οι Γάλλοι μετασχημάτισαν τις ρωσικές μονάδες στο Le Regiment Albanaise (Αλβανικό Σύνταγμα) και το Les Chasseurs a pied Grecs (Έλληνες πεζοί ακροβολισταί). Αργότερα οι Άγγλοι, που μάχονταν με τους Γάλλους για τον έλεγχο των Επτανήσων (1809- 1814), σχημάτισαν δύο ελληνικά συντάγματα Ελαφρού Πεζικού, από τους άνδρες των παλαιότερων ρωσικών και γαλλικών σχηματισμών και μάλιστα ένα από αυτά σχηματίσθηκε προς τιμήν του δούκα της Υόρκης.

Σε όλες προαναφερθείσες ρωσικές, γαλλικές και αγγλικές μονάδες, υπήρχαν στοιχεία που παλαιότερα υπηρετούσαν στις δυνάμεις της Νεάπολης. Υπάρχουν αποδείξεις για τη μεταφορά ολόκληρων λόχων από τη Νεάπολη στην υπηρεσία της Επτανήσου Πολιτείας στα πρώτα χρόνια της ρωσικής κατοχής. Για παράδειγμα, κάποιος ταγματάρχης Στρατής Γκίκας, πιθανόν απόγονος ενός από τους ιδρυτές του Reggimento Real Macedone, ήταν διοικητής ενός λόχου στη Ζάκυνθο για λογαριασμό της Επτανήσου Πολιτείας το 1802. Αυτός ο λόχος διατηρούσε την ονομασία που είχε παλαιότερα στην υπηρεσία των Ναπολιτάνων και ήταν ο πρώτος λόχος του Μακεδονικού συντάγματος (Reggimento Macedonia-Piedalista-Prima Cornpagnia). Ο ταγματάρχης Γκίκας υπηρέτησε αργότερα στη ρωσική λεγεώνα Legkikh strelkov και ακολούθως διετέλεσε αξιωματικός του Γαλλικού και Βρετανικού Στρατού. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, υπηρέτησε ως αξιωματικός των επαναστατικών δυνάμεων της δυτικής Στερεάς Ελλάδας.

Ο Γκίκας και οι Χιμαριώτες του δεν ήταν οι μόνοι βετεράνοι της Νεάπολης που υπηρέτησαν την Επτάνησο Πολιτεία. Και άλλοι πρώην βετεράνοι των Μακεδονικών συνταγμάτων, που είχαν καταγωγή από τα νησιά του Ιονίου, επέστρεψαν στην πατρίδα τους και την υπηρέτησαν με τα όπλα.

Ένας άλλος άνδρας από το σώμα αξιωματικών των ναπολιτάνικων δυνάμεων ήταν ο Κωνσταντίνος Ανδρούτσης, που εισήλθε στην υπηρεσία των Γάλλων κατά τη διάρκεια της κατάληψης της Νεάπολης από αυτούς το 1799. Υπηρετούσε ως διοικητής και εκπαιδευτής σε ένα από τα συντάγματα πολιτοφυλακής της Δημοκρατίας της Νεάπολης την ίδια χρονιά, αλλά η παλινόρθωση του Βασιλείου της Νεάπολης από τους συμμάχους του τον ανάγκασε να επιστρέψει μυστικά στην πατρίδα του, τη Χιμάρα. Εκεί παρέμεινε έως το 1806, όταν οι Γάλλοι του ανέθεσαν να κάνει αναγνωρίσεις για τη ρωσική Legion legkikh strelkov και επίσης να στρατολογήσει Χιμαριώτες και άλλους για να υπηρετήσουν τους Γάλλους αντί για τους Ρώσους. Κατά τη διάρκεια αυτής της αποστολής του στην Κέρκυρα, συνελήφθει και φυλακίσθηκε από τις αρχές της Επτανήσου Πολιτείας τον Νοέμβριο του 1806, κατηγορούμενος για δραστηριότητα υπέρ των Γάλλων, όμως κατόρθωσε να απόδραση και να επιστρέψει στη Χιμάρα. Με την παραχώρηση των Επτανήσων στους Γάλλους, του ανατέθηκε η διοίκηση ενός από τα τάγματα του Regiment Albanaise. Αργότερα έγινε υποδιοικητής (εκ γηγενών) του συντάγματος, με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Μεταγενέστερα δολοφονήθηκε στη Χιμάρα από πράκτορες του Αλή Πασά των Ιωαννίνων.

Οι Άγγλοι, κατά τη στελέχωση του Ελαφρού Πεζικού του δούκα της Υόρκης, στρατολογούσαν όχι μόνο μεταξύ των ανδρών που είχαν υπηρετήσει στους σχηματισμούς που είχαν δημιουργήσει Ρώσοι και Γάλλοι, αλλά και μεταξύ των βετεράνων του Reggimento Real Macedone. Στην πραγματικότητα και οι τρεις δυνάμεις στελέχωναν ένα τμήμα των ελληνικών συνταγμάτων με Χιμαριώτες, πολλοί από τους οποίους ήταν αναμφίβολα βετεράνοι της Νεάπολης. Οι Ρώσοι, στη Legion legkikh strelkov, είχαν μία χειμαρριώτικη λεγεώνα με τέσσερις λόχους στην Κέρκυρα, ενώ αργότερα οι Γάλλοι διέθεταν ένα τάγμα με έξι λόχους Χιμαριωτών στο Regiment Albanalse.

Στην αρχική οργάνωση αυτών των μονάδων, ελήφθη υπόψη το προηγούμενο του Reggimento Real Macedone. Το 1802, όταν οι αξιωματούχοι της Επτανήσου Πολιτείας αναδιοργάνωσαν τους άτακτους Pichettί Albanesi (Αλβανικά Αποσπάσματα) σε μία μονάδα, ονόμασαν τη μονάδα δύναμης 500 ανδρών Corpo Macedone. Μεταξύ των ανδρών και των αξιωματικών της μονάδας οι οποίοι αργότερα πολέμησαν στην Ελληνική Επανάσταση ήταν οι Στρατής Γκίκας, Γιωργάκης Γρίβας, Βελισάριος Καλόγηρος, Γιάννης Καββαδίας και Θεόδωρος Γρίβας.

ΧΙΜΑΡΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Είναι επίσης προφανές ότι η δημιουργία της ρωσικής Legion legkikh strelkov (Λεγεώνα Ελαφρών Κυνηγών) επηρεάσθηκε από το Regglmento Real Macedone, αφού οι πρώτοι άνδρες που προσφέρθηκαν να υπηρετήσουν υπό τους Ρώσους στα νησιά του Ιονίου ήταν επίσης Χιμαριώτες, που αναζητούσαν συνθήκες υπηρεσίας παρόμοιες με εκείνες που είχαν βιώσει στην υπηρεσία των Ναπολιτάνων. Παρομοίως και οι Γάλλοι, έναν χρόνο πριν σχηματίσουν το Regiment Albanaise, εξέταζαν τη δυνατότητα δημιουργίας ενός νέου Regglmento Real Macedone για το, υπό γαλλική κηδεμονία, Βασίλειο της Νεάπολης, το οποίο κυβερνούσε ο Ιωσήφ Μυρά. Αναμφίβολα και ο Ρίτσαρντ Τσωρτς είχε συναντήσει Μακεδονικές μονάδες και τους άνδρες τους στην Ιταλία, πριν οργανώσει το Ελληνικό Ελαφρύ Πεζικό στα Επτάνησα.

Μετά την ήττα του Ναπολέοντα και την παράδοση των Επτανήσων στους Άγγλους, τα συντάγματα Ελληνικού Ελαφρού Πεζικού του δούκα της Υόρκης διαλύθηκαν το 1817. Μερικοί από τους πολεμιστές που αποστρατεύθηκαν κατόρθωσαν να βρουν νέα απασχόληση στο Battaglione dei Cacclatori Macedone υπό τον παλαιό τους διοικητή, Ρίτσαρντ Τσωρτς, και υπάρχουν αποδείξεις ότι ο τελευταίος στρατολόγησε μερικούς από τους πλέον έμπιστους αξιωματικούς του. Άλλοι βετεράνοι των στρατιωτικών μονάδων των Επτανήσων μετέβησαν στη Ρωσία και αναζήτησαν τρόπους υπηρεσίας υπό τον τσάρο, αλλά δεν έγιναν δεκτοί. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Ιωάννης Καποδίστριας, που γνώριζε καλά αυτούς τους άνδρες από την υπηρεσία του στην Επτάνησο Πολιτεία, φοβήθηκε ότι, ως άνεργοι, θα εξωθούντο στην αγκαλιά της μυστικής ελληνικής επαναστατικής οργάνωσης, της Φιλικής Εταιρείας. Προσπάθησε, με επιστολές του στον πρεσβευτή της Νεάπολης στην Αγία Πετρούπολη, να πείσει τον βασιλιά της Νεάπολης να επανενεργοποιήσει το Regglmento Real Macedone, με πυρήνα αυτούς τους παλαίμαχους της Επτανήσου Πολιτείας. Οι προσπάθειές του δεν επέφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα και οι βαλκανικές δυνάμεις των Ναπολιτάνων περιορίσθηκαν στο ένα τάγμα του Ρίτσαρντ Τσωρτς.

Οι αξιωματικοί που μετοίκησαν στη Ρωσία (ο Αναγνώστης Παπαγεωργίου, ο Ηλίας Χρυσοσπάθης, ο Χριστόφορος Περραιβός και άλλοι) εντάχθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και έγιναν από τα πλέον δραστήρια μέλη της, προσελκύοντας ως μέλη και τους παλαιότερους συντρόφους τους στα Επτάνησα. Η ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας είχε εντάξει και τις δυνάμεις του Βασιλείου της Νεάπολης στα σχέδιά της για τον Ελληνικό Αγώνα. Σχεδίαζε μάλιστα ένα μέλος της που διέμενε στην Ιταλία, ο Χριστόφορος Πρινιάρης, να είναι εκείνος που θα φρόντιζε για τη στρατολόγηση των "μακεδονικών" μονάδων και για τη μεταφορά τους στη Λακωνία. Αν και το συγκεκριμένο σχέδιο ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, ένας αριθμός βετεράνων του τελευταίου Battaglione dei Cacciatori Macedoni, συμπεριλαμβανομένων Σουλιωτών και άλλων, αναμίχθηκε στην εξέγερση του Αλή Πασά 10 1820-21. Αργότερα έκαναν αισθητή την παρουσία τους στις εκστρατείες των επαναστατημένων Ελλήνων στην κεντρική Ελλάδα.

Εκτός από αυτούς τους Χιμαρριώτες και άλλους πρώην στρατιώτες στην υπηρεσία της Νεάπολης που έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση, τα μέλη των επτανησιακών μονάδων που ανταγωνίζονταν το Reggimento Real Macedone στα τελευταία χρόνια της ύπαρξής του, αποτέλεσαν ένα σημαντικό μέρος των δυνάμεων της ανεξάρτητης Ελλάδας.

Βιβλιογραφία

Nicolas Charles Pappas Νέα Υόρκη 1981 "Balkan Foreign Legions in 18th century Italy: The Reggimento Real Macedone and its successors"

Nicolas Charles Pappas Θεσσαλονίκη 1991 "Greeks in Russian military service on the ionian Islands"

Source: www.himara.gr

Σχόλια