Oι βιογραφίες των κατοχικών πρωθυπουργών

Παρακάτω παρουσιάζουμε τα (αυτο)βιογραφικά βιβλία-απολογίες που γράφτηκαν από/για τους τρεις δωσίλογους κατοχικούς πρωθυπουργούς για να τα διαβάσετε πατήστε πάνω στην γραμμή εργαλείων το κουμπί fullscreen για καλύτερη ανάγνωση

Γεώργιος Τσολάκογλου
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Γεώργιος Τσολάκογλου του Κωνσταντίνου (Ρεντίνα Αγράφων, Απρίλιος 1886 – Αθήνα, 22 Μαΐου 1948) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός, διορισμένος πρωθυπουργός κατά την περίοδο κατοχής της Χώρας 1941–1942.
Το πραγματικό του επίθετο ήταν Τσολάκογλους και ήταν αμφιθαλής αδελφός του αντιστράτηγου Νικολάου Σπυρόπουλου. Κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό και στη συνέχεια εισήλθε στη Σχολή Υπαξιωματικών από την οποία αποφοίτησε το 1912 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Πεζικού.

Ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ο Τσολάκογλου συμμετείχε στις κυριότερες μάχες στους Βαλκανικούς Πολέμους, και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου και προάχθηκε κατ΄ εκλογή σε λοχαγό και ταγματάρχη και υπηρέτησε στο επιτελείο της 1ης Μεραρχίας στην οποία και αργότερα ανέλαβε επιτελάρχης. Συμμετείχε στην εκστρατεία στην Ουκρανία και στην Μικρασιατική εκστρατεία ως διοικητής τάγματος ευζώνων του 1/39ου και αργότερα ως επιτελάρχης της 4ης Μεραρχίας, κατά την επίθεση του Αυγούστου το 1922. Στην επακολουθήσασα σύμπτυξη του Α΄ Σώματος Στρατού στο οποίο ανήκε ακολούθησε στην αρχή την φάλαγγα του στρατηγού Τρικούπη και λίγο πριν την Σμύρνη την φάλαγγα του στρατηγού Φράγκου. Αντισυνταγματάρχης το 1923, συνταγματάρχης το 1925 και ανώτατος πλέον αξιωματικός το 1935 διοίκησε διαδοχικά: Μεραρχία, την Σχολή Ευελπίδων, και το Γ΄ Σώμα στρατού, του οποίου την διοίκηση ανέλαβε αφού παρέδωσε τη διοίκηση Κρήτης που είχε αναλάβει το 1938, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Το 1940, είχε φθάσει στον βαθμό του αντιστρατήγου και ήταν διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού (Δυτική Μακεδονία). Μετά την επίθεση των Ιταλών κατά τη μάχη του Μόραβα, με επιτυχημένο ελιγμό, και παρά τους δισταγμούς των ανωτέρων του, συνέβαλε στη πλήρη νίκη του υπ' αυτού Σώματος στρατού. Μετά την επίθεση όμως των Γερμανών κατά της Ελλάδος (6 Απριλίου 1941), την βαθιά στην συνέχεια διείσδυση αυτών προς την Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου του 1941 και την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από το μέτωπο της Βορείου Ηπείρου, ο Τσολάκογλου και ορισμένοι άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί του Στρατού έλαβαν την πρωτοβουλία για συνθηκολόγηση, κρίνοντας εκείνοι πως κάθε αντίσταση στους κατακτητές θα ήταν μάταιη.

Έτσι, στις 20 Απριλίου 1941, ημέρα του Πάσχα, σε συνεννόηση με τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Παναγιώτη Δεμέστιχα, τον διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Γεώργιο Μπάκο, και τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, κατάργησε πραξικοπηματικά τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ιωάννη Πιτσίκα, ανέλαβε ο ίδιος διοικητής της Στρατιάς και υπέγραψε πρωτόκολλο ανακωχής με τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Ες-Ες, υποστράτηγο Γιόζεφ (Σεπ) Ντήτριχ (Josef "Sepp" Dietrich), στο Βοτονόσι του Μετσόβου. Ο αρχηγός του Ελληνικού Στρατού, αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, σε τηλεγράφημά του προς το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, κατήγγειλε την πρωτοβουλία του Τσολάκογλου ως αντίθετη προς τα συμφέροντα της πατρίδας, διέταξε την αντικατάσταση του Τσολάκογλου και αγώνα «μέχρι εσχάτου ορίου δυνατοτήτων». Ήταν όμως ήδη αργά.
Την επόμενη ημέρα (21 Απριλίου) στην Λάρισα, ο Τσολάκογλου, «υπό το κράτος βίας», υπέγραψε ως διοικητής της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας την άνευ όρων παράδοση του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς. Εκ μέρους των Γερμανών, το πρωτόκολλο της παράδοσης συνυπέγραψε ο αρχηγός των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, στρατηγός φον Γκράιφφενμπεργκ (von Greinffenberg).

Στις 23 Απριλίου, ο Τσολάκογλου αναγκάσθηκε να υπογράψει στην Θεσσαλονίκη και τρίτο πρωτόκολλο με τον Γερμανό στρατηγό Άλφρεντ Γιοντλ (Alfred Jodl) και τον Ιταλό στρατηγό Αλμπέρτο Φερρέρο (Alberto Ferrero), για να ικανοποιηθεί και το γόητρο των Ιταλών.

Στα απομνημονεύματα του,[1] ο Τσολάκογλου γράφει:

«Ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος: Ή ν' αφήσω να συνεχισθη ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατου ν' αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως... "Τολμήσας" δεν υπελόγισα ευθύνας... Μέχρι σήμερον δεν μετενόησα δια το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν.»

Στις 30 Απριλίου του 1941 και ώρα 11 το πρωί ο Τσολάκογλου, χωρίς την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου, που είχε αρνηθεί να τον ορκίσει, ορκίσθηκε από μόνος του (- διορίστηκε) στα Παλαιά Ανάκτορα, (σημερινή Βουλή), παρουσία των ανωτάτων διοικητών των δυνάμεων κατοχής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου του 1942. Κατά την πρωθυπουργία του προσπάθησε να διατηρήσει τη δραχμή ως κατοχικό νόμισμα, πλην όμως η δέσμευσή του από τις Αρχές κατοχής είχε σαν συνέπεια τη συνεχή υποτίμηση, που οδήγησε σε ραγδαίες αυξήσεις τιμών και πείνα, ενώ η χρυσή λίρα τότε αποθησαυριζόταν. Για την κατάσταση εκείνη οι Γερμανοί επέρριψαν ακέραιη την ευθύνη στους Ιταλούς που δεν έπραξαν τίποτε, κατά αρμοδιότητα που διατηρούσαν, για να προλάβουν αυτή την οικονομική εξέλιξη, αν και εισήγαγαν στη συνέχεια τη λεγόμενη "μεσογειακή δραχμή". Τελικά ο Τσολάκογλου παραιτούμενος από το αξίωμά του, μετά από πολλές πιέσεις που του άσκησαν εγγράφως οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί, μεταξύ των οποίων οι Καφαντάρης, Σοφούλης, Γονατάς, Μάξιμος, Πάγκαλος, ακόμη και ο Ράλλης, αλλά και μετά από δύο ανεπιτυχείς γύρους διαπραγματεύσεων με τους Γερμανούς (Βερολίνο - Σεπτέμβριος 1942) και Ιταλούς (Ρώμη - Οκτώβριος 1942), που αφορούσαν τα ελληνικά δημοσιονομικά, στη συνέχεια ιδιώτευσε. Στην πρώτη αυτή κατοχική κυβέρνηση συμμετείχαν οι άλλοι δύο αντιστράτηγοι της συνθηκολόγησης, Δεμέστιχας και Μπάκος, ο επόμενος κατοχικός πρωθυπουργός (ιατρός) Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, που τελούσε χρέη αντιπροέδρου, καθώς και ο τότε υπουργός οικονομικών Σωτήριος Γκοτζαμάνης που διατηρήθηκε στην ίδια θέση από την επόμενη κυβέρνηση.Μετά την απελευθέρωση, ο Τσολάκογλου συνελήφθη και παραπέμφθηκε στο δια της Συντακτικής Πράξεως με αριθμό 6/1945 συσταθέν Ειδικό Δικαστήριο, κατηγορούμενος για παράνομη συνθηκολόγηση που είχε προβεί με τον εχθρό, χαρακτηριζόμενη ως «συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω» και «πριν η υπ' αυτόν στρατιωτική δύναμις εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει» , καθώς και για εθνική αναξιότητα για την συνεργασία του, στη συνέχεια, με τις κατοχικές Δυνάμεις, αναλαμβάνοντας Πρωθυπουργός της χώρας. Στις 31 Μαΐου του 1945, το Ειδικό αυτό Δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο, αλλά το Συμβούλιο Χαρίτων μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη.Έχοντας προσβληθεί από λευχαιμία, νοσηλεύθηκε επί έναν χρόνο στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΤΣ), όπου και πέθανε τον Μάιο του 1948. Η κηδεία του έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο
Γεώργιος Τσολάκογλου - Απομνημονεύματα [Ακρόπολη 1959]




Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος
Ο Κωνσταντίνος Ι. Λογοθετόπουλος (Ναύπλιο, 1878 – Αθήνα, 8 Ιουλίου 1961) ήταν διακεκριμένος έλληνας καθηγητής της Ιατρικής, αλλά και πρωθυπουργός μιας διορισμένης από τους Γερμανούς κατοχικής κυβέρνησης από τις 2 Δεκεμβρίου 1942 έως τις 7 Απριλίου 1943. Για τη συνεργασία του με τους κατακτητές καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, αλλά αργότερα έλαβε χάρη και πέθανε τελικά εκτός φυλακής.
Σπουδές και στρατιωτική θητεία
Ο Λογοθετόπουλος σπούδασε Ιατρική στο Μόναχο. Με την αποφοίτησή του το 1903 παρέμεινε στη Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του Μονάχου, για να εργαστεί πρώτα ως βοηθός του καθηγητή Amann, κατόπιν ως επιμελητής και τέλος ως υφηγητής. Το 1910 επέστρεψε στην Αθήνα και ίδρυσε ιδιωτική χειρουργική γυναικολογική και μαιευτική κλινική δυναμικότητας 40 κλινών.

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό, αρχικά ως έφεδρος χειρουργός ιατρός στο Γ΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και κατόπιν στο χειρουργείο της Σκάλας Σταυρού. Το 1913, με το τέλος του πολέμου, επέστρεψε στην Αθήνα και παραχώρησε την ιδιωτική κλινική του για τη δωρεάν περίθαλψη 50 τραυματιών αξιωματικών. Απολύθηκε από το Στρατό το 1916. Το 1922 επιστρατεύθηκε ξανά για να υπηρετήσει στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Για την προσφορά του τιμήθηκε με πολεμικά μετάλλια και με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρα.
Ιατρική καριέρα
Το 1922 ανέλαβε την έδρα της Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από τη θέση αυτή ανέπτυξε αξιόλογη επιστημονική δραστηριότητα και συνέβαλε στην ίδρυση νέων νοσοκομειακών ιδρυμάτων, μεταξύ των οποίων και το πρώτο Αντικαρκινικό Ινστιτούτο το 1924 στο Αρεταίειο με δωρεά του Ζαχάρωφ.

Διετέλεσε κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής (1928–1929), και αργότερα πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών (1932–1933). Επί πρυτανείας του εγκαινιάστηκαν τα Εργαστήρια της Ιατρικής Σχολής στο Γουδί. Την ίδια εποχή εγκαινιάστηκαν πανεπιστημιακές κλινικές στα νοσοκομεία Λαϊκό και Ιπποκράτειο, και θεμελιώθηκε το Δημόσιο Μαιευτήριο Αθηνών, το μετέπειτα «Αλεξάνδρα».

Συνέγραψε πολλές επιστημονικές εργασίες καθώς και ένα ιατρικό εγχειρίδιο Γυναικολογίας στα γερμανικά. Ανέδειξε πολλούς νέους γιατρούς, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης.
Λέγεται επίσης ότι ήταν πλούσιος ιδιοκτήτης πολλών ακινήτων στην περιοχή της Αθήνας. Γενικά ήταν από τα υψηλά μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας: μέλος μασονικής στοάς[1], ιδρυτικό στέλεχος του Ναυτικού Ομίλου Αθηνών, από τους ιδρυτές της Κοινότητας Καλαμακίου κ.λπ.Ήταν νυμφευμένος με την ανιψιά του Γερμανού Στρατάρχη Βίλχελμ Λιστ[2] και λίγο πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Συνδέσμου.

Κατοχική κυβέρνηση
Στις 27 Απριλίου 1941, με την είσοδο του γερμανικού στρατού στην Αθήνα, ο γερμανόφιλος Λογοθετόπουλος ήταν από τους πρώτους που έτρεξαν να συγχαρούν το γερμανό πρέσβη για την «επιτυχία» της χώρας του. Λίγες ημέρες αργότερα διορίσθηκε αντιπρόεδρος και υπουργός Προνοίας και Παιδείας στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου. Τον επόμενο χρόνο, ενώ η Ελλάδα υπέφερε τα πάνδεινα, ίδρυσε την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Στα τέλη του 1942 διορίστηκε πρωθυπουργός της ναζιστικής «Ελληνικής Πολιτείας». Η κυβέρνησή του ανέλαβε να επιστρατεύσει έλληνες που θα πολεμούσαν ως εθελοντές στο Ανατολικό Μέτωπο ή θα εργάζονταν σε γερμανικά εργοστάσια, αλλά και τα δύο σχέδια απέτυχαν χάρη στη λαϊκή κατακραυγή. Τελικά η θητεία του διήρκεσε μόλις τέσσερις μήνες, αφού τον Απρίλιο του 1943 οι γερμανοί τον αντικατέστησαν με τον Ιωάννη Ράλλη, επιθυμώντας έναν πιο δυναμικό πρωθυπουργό για την αντιμετώπιση του αναδυόμενου ΕΑΜ. Στα απομνημονεύματά του ο Λογοθετόπουλος αξιοποιεί την «απόλυσή» του για να σώσει την υστεροφημία του, υποστηρίζοντας ότι ο πραγματικός λόγος της ήταν οι διαρκείς αντιρρήσεις που έφερνε στους κατακτητές.

Δίκη, αμνήστευση και θάνατοςΜε την αποχώρηση των δυνάμεων κατοχής το φθινόπωρο του 1944, ο Λογοθετόπουλος διέφυγε στη Γερμανία και εκεί τελικά παραδόθηκε στον Αμερικανικό Στρατό. Το 1945 καταδικάστηκε ερήμην από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων σε ισόβια κάθειρξη, για τη συνεργασία του με το στρατό κατοχής.

Το 1946 μεταφέρθηκε με αμερικανικό μεταγωγικό αεροπλάνο στη Θεσσαλονίκη και παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές, οι οποίες τον οδήγησαν στη φυλακή για να εκτίσει την ποινή του. Όμως το 1951 του απενεμήθη χάρη και έτσι πέθανε εκτός φυλακής, στιγματισμένος και περιφρονημένος, δέκα χρόνια αργότερα. Όπως και οι άλλοι δύο κατοχικοί πρωθυπουργοί, έτσι και ο Λογοθετόπουλος παρουσίασε την απολογία του σε βιβλίο με τίτλο «Ιδού η αλήθεια» (Αθήναι 1948, 207 σελίδες).

Σήμερα θεωρείται ως μία από τις εξέχουσες μορφές της Ιατρικής στον ελλαδικό χώρο, ωστόσο η επιστημονική προσφορά του σκιάζεται από την πολιτική δράση του. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι εκτός από πρωθυπουργός της δωσιλογικής κυβέρνησης ήταν και ιδεολογικά ναζιστής, έχοντας αρθρογραφήσει σχετικά σε κατοχικά έντυπα. Κατηγορείται επίσης ότι έκλεισε τα μάτια απέναντι στα σχέδια των κατακτητών για εξολόθρευση των ελλήνων Εβραίων, παρά τις εκκλήσεις του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και άλλων δημοσίων προσώπων

Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος - Ιδού η αλήθεια [1948]


Ιωάννης Ράλλης

Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης (Αθήνα, 1878 – Αθήνα, 26 Οκτωβρίου 1946) ήταν Έλληνας πολιτικός, Μακεδονομάχος, αλλά και συνεργάτης και πρωθυπουργός της δωσίλογης κυβέρνησης των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων από τις 7 Απριλίου του 1943 μέχρι τις 12 Οκτωβρίου του 1944.

Ο Ιωάννης Ράλλης ήταν γιος του Δημητρίου Ράλλη, διακεκριμένου Αθηναίου πολιτικού και πρωθυπουργού της χώρας με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη.

Γεννήθηκε στην Αθήνα όπου και σπούδασε νομικά συμπληρώνοντας τις σπουδές του στην Γαλλία και την Γερμανία, για να επιδοθεί στην συνέχεια στην δικηγορία.

Η πρώτη σημαντική ανάμειξη του Ιωάννη Ράλλη στα κοινά της Ελλάδας έγινε την άνοιξη του 1904, όταν, μαζί με τον Δημήτρη Καλαποθάκη, τον Στέφανο Δραγούμη, τον Πέτρο Σαρόγλου, τον Παύλο Μελά και άλλους, δημιούργησε το Μυστικό Ελληνικό Μακεδονικό Κομιτάτο για την δημιουργία αντάρτικου στην υπό οθωμανική κατοχή Μακεδονία. Το 1906 αναμείχθηκε στη πολιτική και εξελέγη πρώτα βουλευτής Μεγάρων, επανεκλεγείς έκτοτε σε όλες σχεδόν τις μέχρι τού 1936 εκλογές βουλευτής, άλλοτε Αττικής και άλλοτε Αθηνών. Υπουργός ανέλαβε για πρώτη φορά το 1920 (επί κυβερνήσεως Δημητρίου Ράλλη) το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά το Υπουργείο Ναυτικών. Αργότερα, πολιτεύθηκε με το φιλοβασιλικό Λαϊκό Κόμμα και, επί κυβέρνησης Παναγή Τσαλδάρη, κατέλαβε για λίγους μήνες το Υπουργείο Εξωτερικών και μετά τις εκλογές του Μαρτίου 1933 το Υπουργείο Εσωτερικών και Αεροπορίας (Μάρτιος – Αύγουστος 1933). Μετά από διαφωνία του με τον Τσαλδάρη, παραιτήθηκε από την κυβέρνηση. Στις εκλογές όμως τού 1935 απέτυχε να εκλεγεί, οπότε μαζί με τον Ιωάννη Μεταξά και τον Γεώργιο Στράτο κατήλθαν σε εκλογές με το σύνθημα της επαναφοράς της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας. Στις εκλογές του 1936 ηγήθηκε ιδίας ομάδας που αντιπροσωπεύθηκε στην Βουλή από 8 βουλευτές.

Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, τον Απρίλιο του 1943 ο Ιωάννης Ράλλης ανέλαβε πρωθυπουργός της διορισμένης κυβέρνησης της ναζιστικής «Ελληνικής Πολιτείας», προκαλώντας — καθώς λέγεται — ακόμα και την οργή του γιου του, Γεωργίου. Ως κατοχικός πρωθυπουργός, ο Ιωάννης Ράλλης οργάνωσε τα Τάγματα Ασφαλείας, για την άμυνα της υπαίθρου και την αντιμετώπιση των ενόπλων κομουνιστών του ΕΑΜ και των άλλων αντιστασιακών ομάδων. Ο ίδιος εκτιμούσε ότι τελικά θα επικρατούσαν οι Σύμμαχοι, αλλά πίστευε πως μόνον με τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας και υπό την καθοδήγηση της Βέρμαχτ θα αποτρεπόταν προσωρινά η επικράτηση των κομμουνιστών στην Ελλάδα, όπως και συνέβη συγκεκριμένα στα Ψαχνά Ευβοίας.

Τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν υπό τις απόλυτες διαταγές των Γερμανών κατακτητών, όπως και όλες οι υπηρεσίες του κρατικού μηχανισμού της χώρας. Όμως, υπό το πρόσχημα της αποτροπής του κινδύνου του κομμουνισμού, τα Τάγματα Ασφαλείας συμμετείχαν σε πάμπολλες εγκληματικές ενέργειες και έγιναν ιδιαιτέρως μισητά από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας έφεραν στολή Μακεδονομάχου, και γι' αυτό έγιναν γνωστοί ως «Γερμανοτσολιάδες» ή «Ράλληδες».
Με την απελευθέρωση, ο Ιωάννης Ράλλης συνελήφθη και δικάστηκε για εθνική αναξιότητα (προδοσία) . Στην δίκη του, (Φεβρουάριος 1945) συνήγοροί του ήταν ο γιος του και μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γεώργιος Ράλλης, και ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, πατέρας του μετέπειτα πολιτικού Ιωάννη Βαρβιτσιώτη. Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι συνήγοροι ισχυρίσθηκαν ότι «ο Ιωάννης Ράλλης προσέφερε τεράστιες εθνικές υπηρεσίες κατά την κατοχή ενόσω ήταν πρωθυπουργός με το να αποσοβήσει τον λιμό των Ελλήνων, δίδοντας καθημερινά ένα μισθό, ενώ έσωσε επίσης πολλούς πατριώτες από το εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών και ακόμη διευκολύνοντας τη διαφυγή πολλών πολιτικών και σημαινόντων πολιτών στη Μέση Ανατολή». Ωστόσο, το προεδρείο δεν πείστηκε και τελικά, ο Ιωάννης Ράλλης καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά.

Πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα, στη φυλακή, στις 26 Οκτωβρίου του 1946. Έναν χρόνο μετά, ο γιος του εξέδωσε ένα βιβλίο απολογητικό για τις επιλογές του πατέρα του (Γεώργιος Ράλλης, Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου, Αθήνα 1947).

Το βιβλίο που έγραψε ο υιός του Γεώργιος Ιωάν Ράλλης, (μετέπειτα πρωθυπουργός και αυτός) με τίτλο “Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου“, έκδοση του 1947, χωρίς εκδοτικό οίκο.
Γεώργιος Ράλλης - Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου [1947]

Σχόλια