Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕΙΟΣ ΔΩΡΕΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ
Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕΙΟΣ ΔΩΡΕΑ
ΚΑΙ ΟΙ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ
Ιννοκέντιος Γ΄(1161-1216)
Από τότε που οι Πάπες είχαν δημιουργήσει την Κωνσταντίνειο Δωρεά, ο απώτερος σκοπός της ήταν να απαγορεύσει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία οποιαδήποτε ανάμειξη στη Δύση και φυσικά να ανακτήσει τις χαμένες Επισκοπές της Νότιας Ιταλίας, που ο Λέων Γ΄ Ίσαυρος είχε προσαρτήσει στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Αλλά τι είναι η Ψευδό-Κωνσταντίνειος Δωρεά; Αξίζει τον κόπο να δούμε περιληπτικά αυτές τις κατάπτυστες προσπάθειες των Πάπων.
Το εντελώς ασύστατο, αντιευαγγελικό, αντιπατερικό και αντίθετο προς κάθε έννοια Δογματικής για το πρωτείο εξουσίας του Πάπα, το στηριζόμενο στην παρερμηνεία της λέξης «πέτρα» των λόγων του Κυρίου προς τον Απόστολο Πέτρο, γίνεται τελικά φανερό και από την χρήση της πλαστογραφίας εκ μέρους των παπικών. Όταν δηλαδή, οι παπικοί είδαν ότι οι αξιώσεις τους για κυριαρχία δεν γίνονταν με κανένα τρόπο δεκτές από την Ανατολή, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την αντιχριστιανική μέθοδο της πλαστογράφησης της Ιστορίας, με την βοήθεια της οποίας παρουσίασαν σε κάποια στιγμή την λεγόμενη ψευδο-Κωνσταντίνεια Δωρεά και κατόπιν τις λεγόμενες ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις, που είχαν σκοπό την υποστήριξη των περί πρωτείου εξουσίας αντιλήψεων των παπών και ταυτόχρονα την καταπολέμηση των θεοκρατικών ιδεών των αυτοκρατόρων. Για τούτο, κατά τον Β. Στεφανίδη, «παρομοιάσθηκαν προς το πελώριον μαγικόν ξίφος του θρυλικού Ζείγκφρειδ», που σφυρηλατήθηκε στα μέσα της θ' εκατονταετηρίδας, για να χρησιμοποιηθεί σαν αποτελεσματικό όπλο, στον αγώνα των παπών, το στρεφόμενο εναντίον κάθε άλλης εκκλησιαστικής εξουσίας. (Βλ. Β. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1959, 300)
Α. Η ΨΕΥΔΟ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕΙΟΣ ΔΩΡΕΑ
Ως ψευδο-Κωνσταντίνειος Δωρεά χαρακτηρίστηκε η πλαστή εκείνη «Δωρεά», που έγινε δήθεν από τον Μ. Κωνσταντίνο, όταν αναχώρησε από την Δύση, παραχωρώντας στον τότε Πάπα Σίλβεστρο, που θεράπευσε τον αυτοκράτορα από την αρρώστια της λέπρας, «την διοίκηση του δυτικού κράτους, αυτοκρατορική εξουσία, αυτοκρατορικές τιμές και αυτοκρατορικά διάσημα» (Κ. Μουρατίδη, Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας εξ επόψεως ορθοδόξου και των νεοτέρων κατευθύνσεων εν τη εκκλησιολογία και τη πολιτειολογία, Αθήναι 1965, σ. 140).
Η δήθεν δωρεά του Μ. Κωνσταντίνου προς τον Πάπα Σίλβεστρο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά, ως δήθεν αληθινή, από τον Πάπα Ανδριανό στην επιστολή που έστειλε προς τον Κάρολο το Μέγα στα τέλη του όγδοου μ.Χ. αιώνα (771-795), ώστε να αναγνωρίσει και να αποδώσει στο πρόσωπό του όλα τα προνόμια και τα δικαιώματα, που περιλαμβάνονται σ' αυτήν. Από την εποχή εκείνη, και για 800 και περισσότερα χρόνια η «Δωρεά» αυτή προβαλλόταν από τους παπικούς ως αληθινή, παρά τα καταφανή ψεύδη, που περιλαμβάνονταν σ' αυτήν, μέχρις ότου αποδείχθηκε και από Δυτικούς ερευνητές η νόθευση και η πλαστογράφησή τους. «Όσον ανεπιτήδειος και αν ήτο ο δόλος ούτως, σημειώνει για τούτο ο ιστορικός Fleury, ηπάτησεν όμως άπασαν την Λατινικήν Εκκλησίαν και εν διαστήματι 800 ετών εθεώρουν τούτον ως αληθή και μόλις εγκατέλιπον αυτόν κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα, σήμερον δε πας τις, οποσούν καλώς ανατεθραμμένος, πείθεται ευκόλως περί της δολιότητος ταύτης» (Livre quaranfe quatrieme C.XXII, vol. III, ρ157).
Σύμφωνα με τον μύθο αυτόν, ο Πάπας της Ρώμης Σίλβεστρος (313-335) θεράπευσε, όπως είπαμε, τον Μ. Κωνσταντίνο από την αρρώστια της λέπρας, από την οποία έπασχε, και τον βάπτισε Χριστιανό. Για τον λόγο αυτόν δήθεν ο Μ. Κωνσταντίνος του παρέδωσε σαν δωρεά, τη διοίκηση ολόκληρης της Εκκλησίας, στην οποία περιλαμβάνονται ιδιαίτερα τα εξής:
1. Η αρχική εξουσία του Πάπα, υπεράνω της βασιλείας και όλων των γήινων θρόνων!
2. Το πρωτείο εξουσίας επάνω σε όλους τους εκκλησιαστικούς θρόνους της Ανατολής, δηλ. υπεράνω του θρόνου της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων και της Κωνσταντινουπόλεως, και γενικότερα όλων των εκκλησιών της οικουμένης!
3. Η δωρεά του παλατίου του Λατεράνου, του βασιλικού διαδήματος, του λώρου και του ωμοφορίου, που «περικυκλοί» το βασιλικό τράχηλο, της πορφυράς χλαμύδας, του κόκκινου χιτώνα και όλων των βασιλικών ενδυμάτων και των αξιωμάτων των βασιλικών αλόγων. Στα πιο πάνω περιλαμβάνονται επίσης και πολλά άλλα και μάλιστα τα βασιλικά σκήπτρα, οι σφραγίδες και τα λοιπά κοσμήματα της βασιλικής μεγαλειότητας!
4. Η δυνατότητα να φορεί ο Πάπας Σίλβεστρος το βασιλικό διάδημα, δηλ. το χρυσό στεφάνι, στολισμένο μα ατίμητα μαργαριτάρια «εις αίνεσιν του Θεού και εις τιμήν του αγίου και κορυφαίου των Αποστόλων»!
5. Η υποχρέωση των βασιλέων και ηγεμόνων των κρατών να κρατούν τα λουριά του αλόγου του ώστε να δοξάζεται «πλέον παρά την βασιλείαν την γήινην και κράτους δόξης κοσμήται»!
6. Η μεταφορά της βασιλείας στα μέρη της Ανατολής, διότι θεωρήθηκε δήθεν άδικα να έχει ο επίγειος βασιλιάς την έδρα του εκεί, όπου εστίν η αρχική ιερατεία και η κεφαλή της αληθινής θρησκείας»! (βλ. Ράλλη και Ποτλή, Σύναξις ιερών Κανόνων, τομ. 6ος, σελ. 261).
Το ψεύδος και η πλαστότητα της δωρεάς αυτής γίνονται φανερά από πάρα πολλούς λόγους και μάλιστα από τους εξής:
1) Από ιστορικά λάθη
Στη δωρεά αυτή γίνεται λόγος για Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, ενώ δεν υπήρχε όχι μονάχα πατριάρχης, αλλά ούτε ακόμη και η πόλη της Κωνσταντινούπολης! Γίνεται επίσης λόγος στην δωρεά αυτή και για σύμφωνη γνώμη και συγκατάθεση της γερουσίας με τον αυτοκράτορα, ενώ την εποχή εκείνη η Γερουσία ήταν ακόμη ειδωλολατρική και μέχρι τον αυτοκράτορα Ουαλεντιανό πρόσφερε θυσίες στα είδωλα! (Αγ. Νεκταρίου Αιγίνης, ο.π. 202). Ο Μ. Κωνσταντίνος, κατά την δωρεά αυτή, διένειμε στους τρείς γιούς του τις περιοχές που ανέλαβαν να διοικήσουν, δωρίζοντας στον τότε Πάπα και τα αναφερόμενα στην δωρεά μέρη, ενώ και κατά την εποχή ακόμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565) οι περιοχές της Νότιας Ιταλίας, της Σικελίας κ.α. ήταν κάτω από την διοίκηση του αυτοκράτορα!
Εξαιτίας των ιστορικών αυτών λαθών ακριβώς παρατηρήθηκε πολύ σωστα αργότερα ότι «ουδέν εστι ψευδέστερον της φανταστικής δωρεάς της Ρώμης και της δυτικής βασιλείας προς τον πάπα Σίλβεστρον τον Α' υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου» ( Νεκταρίου Πενταπόλεως, Ιστορική μελέτη περί των αιτιών του Σχίσματος, τ. Α', Αθήναι 1998, 199).
2) Από τους αρχαίους ιστορικούς που αναιρούν τους ισχυρισμούς της Ψευδο- Κωνσταντίνειας Δωρεάς.
Κατά τον ιστορικό Ευσέβειο Καισαρίας, ο Μ. Κωνσταντίνος Δε βαπτίσθηκε από τον Πάπα Σίλβεστρο (314-335), αλλά από τον εξάδελφο του αυτοκράτορα Ευσέβιο Νικομηδείας με την συμπαράσταση και άλλων Επισκόπων σε ένα προάστιο της Νικομήδειας λίγο πιο μπροστά από το θάνατό του (Περί του βίου του Μ. Κωνσταντίνου, βιβ. Δ' κεφ. 61,62,63) από τον ιστορικό Σωζόμενο (Εκκλ. Ιστορία, βιβ.β, κεφ. λβ) από τον ιστορικό Σωκράτη (Εκ. Ιστ., βιβ. Α, κεφ. 39) κ.α. Σύμφωνα με τους πιο πάνω αναφερόμενους ιστορικούς, δηλαδή, η βάπτιση του Μ. Κωνσταντίνου δεν έγινε πριν τη μεταφορά της πρωτεύουσας από την Δύση στην Ανατολή, αλλά μετά από αυτήν και ακριβέστερα πριν από το τέλος της ζωής του. Όσον αφορά δε την ασθένεια, δεν θεραπεύθηκε από αυτήν ποτέ, εφόσον εξ' αυτής οδηγήθηκε το 337 στο θάνατο. Όλα επομένως εκείνα, που αναφέρονται στην λεγόμενη Κωνσταντίνεια Δωρεά είναι ψευδή και για τούτο δίκαια χαρακτηρίζεται ως Ψευδο-Κωνσταντίνεια.
3) Από τους νεότερους ερευνητές, που αρνούνται τη γνησιότητα της Ψευδο-Κωνσταντίνειας Δωρεάς.
Ο πρώτος από τους νεότερους ερευνητές της Δύσης, που αρνήθηκε τη γνησιότητα της Ψευδο-Κωνσταντίνειας Δωρεάς, ήταν ο Λαυρέντιος Βάλλα, που έζησε κατά τον ιε' αιώνα μ.Χ. Στη συνέχεια δε έγραψαν για την νοθεία αυτή ή ακριβέστερα την πλαστογράφηση και πάρα πολλοί άλλοι και μάλιστα ο περίφημος Dφllinger, που εξέδωσε το έργο του «οι περί παπισμού μύθοι των μέσων αιώνων» το 1863 στο Μόναχο, διαχωρίζοντας την θέση του από τον Παπισμό, εξαιτίας κυρίως του πρωτείου.
4) Από την σιωπή των Πάπων μέχρι τον 8ο μ.Χ. αιώνα. Όλοι οι διάδοχοι του Σιλβέστρου πάπες, που έδρασαν μέχρι την εποχή του Αδριανού Α' (771-795), δεν χρησιμοποίησαν ποτέ ούτε έκαναν λόγο για την λεγόμενη του Μ. Κωνσταντίνου δωρεά, παρότι ήλθαν σε έριδες και προστριβές με πολλούς αυτοκράτορες. Αν, δηλαδή, η δωρεά είχε κάποια ιστορική βάση, τότε κάποιοι υπερφίαλοι πάπες θα τη μεταχειρίζονταν ασφαλώς, σαν όπλο, στις αντιδικίες που είχαν κάθε τόσο με τους αυτοκράτορες του βυζαντίου.
5)Από το αντιευαγγελικό περιεχόμενο και το ύφος της. Όταν οι πλαστογράφοι των Πάπων κατασκεύασαν την Ψευδό- Κωνσταντίνεια Δωρεά, δεν σκέφθηκαν ασφαλώς ότι με το κατασκεύασμά τους αυτό ανέτρεπαν στην πραγματικότητα ολόκληρη τη διδασκαλία του Κυρίου, που είχε διακηρύξει απερίφραστα το «μάθετε απ' εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11,29). Όποιος δηλ., από τους πιστούς μελετήσει την Αγία Γραφή και κατόπιν τη λεγόμενη «Κωνσταντίνεια Δωρεά», θα αντιληφθεί ευθύς αμέσως από το περιεχόμενο και το ύφος της τελευταίας ότι οι εκάστοτε πάπες θωρακιζόταν με τη «Δωρεά» αυτή, χωρίς να είναι δυνατόν στο εξής σ' αυτούς να ζουν, όπως προδιέγραψε για τους μαθητές Του ο Κύριος, «ως πρόβατα εν μέσω λύκων», δηλαδή χωρίς να στηρίζονται σε βαλάντια και σε ραβδιά για την υπεράσπισή τους. Για τούτο σημείωσε χαρακτηριστικά ο Κ. Μουρατίδης ότι «η τοιαύτη αλλοίωσις της φύσεως του κατ' εξοχήν πνευματικού και υπερκοσμικού της Εκκλησίας οργανισμού απετέλει πλήρη παρεκτροπήν από του χρυσού κανόνα επί τη βάσει του οποίου ερρυθμίζοντο αι προς την πολιτείαν σχέσεις της αρχαίας Εκκλησίας» (Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας εξ επόψεως ορθοδόξου..., τ. Α', Αθήναι 1965, 141). Η νόθευση δε αυτή της ευαγγελικής διδασκαλίας, κατά τον πιο πάνω συγγραφέα, αποτέλεσε την αρχή «της μακραίωνος τραγωδίας», συντελώντας στην απορρόφηση του Επισκόπου της Ρώμης «υπό των κοσμικών μερίμνων» και « εις την εκτροπήν από της κύριας αποστολής του».
6) Από το ότι το πρωτείον το «νομοθέτησε» δήθεν ο Μ. Κωνσταντίνος. Το πρωτείο, σύμφωνα με την «Δωρεά» αυτή, δεν το είχε λάβει ο Πάπας ούτε από τον Απόστολο Πέτρο ούτε γενικότερα από την Εκκλησία, αλλά από ένα κοσμικό άρχοντα. Ο Μ. Κωνσταντίνος όμως, ως αυτοκράτορας, δεν ήταν δυνατόν να χαρίζει κανένα πρωτείο, διότι στην πραγματικότητα δεν είχε λάβει από το Θεό τέτοια εξουσία.
ΟΙ ΨΕΥΔΟ-ΙΣΙΔΩΡΕΙΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Σαν να μην έφθανε όμως η μία γκάφα, στην οποία περιέπεσαν οι παπικοί, για να στηρίξουν τα αστήρικτα, προχώρησαν δυστυχώς και σε μία άλλη παρόμοια, ανακατεύοντας, όπως θα φανεί πιο κάτω, αλήθειες και ψεύδη, με την δημιουργία των Ψευδό-Ισιδώρειων Διατάξεων.
α) Γιατί ονομάσθηκαν Ψευδό-Ισιδώρειοι Διατάξεις. Ως Ψευδό-Ισιδώρειοι Διατάξεις χαρακτηρίσθηκε η συλλογή των νόθων παπικών Δεκρεταλίων, των οποίων η κατάρτιση αποδόθηκε στον Ισπανό Ισίδωρο τον Μερκάτορα. Το όνομα αυτό προέκυψε από την ένωση των ονομάτων δύο συγγραφέων, από τον Ισίδωρο της Σεβίλλης και από τον συγγραφέα μεταφράσεων εκκλησιαστικών αποφάσεων Μάριο Μερκάτορα (Β. Στεφανίδου, Εκ. Ιστορία, Αθήναι 1959, σ.299). Με το όνομα του Ισιδώρου της Σεβίλλης (560-636) υπήρχε παλαιότερη συλλογή γνήσιων κανόνων και παπικών διατάξεων. Στη συλλογή εκείνη στα μέσα του ενάτου μ.Χ. αιώνα αναμίχθηκαν με τρόπο σατανικό τα αληθινά με 94 ψεύτικα δεκρετάλια, ώστε να ενισχυθεί η παπική εξουσία έναντι των αυτοκρατόρων και των ηγετών των άλλων εκκλησιών. Για τον λόγο αυτό αναφέρεται από τον ιστορικό Β. Στεφανίδη, ότι «Ουδεμία άλλη νοθεία εν τη παγκοσμίω ιστορία συνετελέσθη μετά τόσης τέχνης και ουδεμία άλλη είχε τόσο μεγάλα αποτελέσματα» (ο.π.). Από την επισταμένη μελέτη, δηλαδή, των θεολογικών πηγών, κατά τον πιο πάνω συγγραφέα, «ελήφθησαν στοιχεία», τα οποία παραμορφώθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να λάβουν το ποθούμενο από τους παπικούς νόημα, χωρίς να γίνεται εύκολα αντιληπτή η φοβερή νόθευσή τους (ο.π. 299-300).
β) Τα περιεχόμενα των πλαστών διατάξεων. Σύμφωνα με τα κείμενα των Ψευδό-Ισιδώρειων Διατάξεων, η ιερωσύνη είναι υπεράνω της πολιτικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό ο πάπας, ως κεφαλή δήθεν της ιερωσύνης, είναι η ορατή κεφαλή ολόκληρης της Εκκλησίας, δηλαδή caput totius orbi (κεφαλή ολόκληρης της οικουμένης), έχοντας την απόλυτη κυριαρχία όχι μόνο στα εκκλησιαστικά, αλλά και στα πολιτικά ζητήματα. Κάθε δε επίσκοπος είναι αντιπρόσωπος του Πάπα, από τον οποίο λαμβάνει την εξουσία. Για τον λόγο αυτό από τον κάθε επίσκοπο και από οποιαδήποτε Σύνοδο είναι δυνατόν να γίνει έκκληση προς τον Πάπα για τη λύση του προβλήματός τους, διότι αυτός, ως βικάριος δήθεν του Χριστού επί της γης, έχει το προνόμιο να δικάζει και να επιλύει όλες τις διαφορές. Ουδεμία σύνοδος επίσης είναι δυνατόν να συγκληθεί και να πραγματοποιηθεί, είτε αυτή είναι τοπική είτε οικουμενική, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Πάπα! Οι αποφάσεις δε όλων των συνόδων δεν έχουν κανένα κύρος, αν δεν εγκριθούν τελικά από τον εν ενεργεία Πάπα, που είναι ο ανώτατος δικαστής και διοικητής της Εκκλησίας υπερκείμενος των Συνόδων!
γ) Πότε παρουσιάσθηκαν. Οι Ψευδό-Ισιδώρειες Διατάξεις παρουσιάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τον πάπα Νικόλαο Α' (858-867), για τον οποίο είχε ειπωθεί ότι «όλου του κόσμου αυτοκράτορα εαυτόν εποίει». Ο Πάπας αυτός διεκήρυσσε αλαζονικά ότι ο αυτοκράτορας έλαβε την εξουσία του από τον Απόστολο Πέτρο και για τούτο είναι οπωσδήποτε υποτελής σ' αυτόν. Για τον λόγο αυτόν μάλιστα, κατά τον Κ. Μουρατίδη, θεωρούσε τόσο επιτακτική και αναγκαία τη χρίση, τη στέψη και την επικύρωση του Αυτοκράτορα από τον Πάπα, «όσο και την εκ βασιλικού γένους καταγωγήν» (Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, τ. Α' Αθήναι 1965, σ.138) για τους βασιλείς.
δ) Τι αποδεικνύει το πλαστό και ψευδές των Διατάξεων αυτών. Το ψευδές και πλαστό των Ψευδό-Ισιδώρειων Διατάξεων αποδεικνύουν πολλοί λόγοι και μάλιστα οι πιο κάτω:
1). Η αναφορά των παπικών εγκυκλίων του α', β', γ' μ.Χ. αιώνων. Ο πλαστογράφος των διατάξεων αυτών περιέπεσε στο λάθος να συμπεριλάβει και εγκυκλίους Παπικές του α, του β' και γ' μ.Χ. αιώνων, δηλαδή και του Κλήμεντα, του Ανέγκλητου, του Ευάρεστου κ.α., ενώ κανένας από τους αρχαίους ιστορικούς δεν κάνει λόγο για αυτές. Ο Διονύσιος ο Μικρός, που έδρασε το έκτο μ.Χ. αιώνα, είχε περισυλλέξει, κατά τον Άγιο Νεκτάριο Αιγίνης, αρχαίους Κανόνες και παπικές εγκυκλίους, που εκδόθηκαν από το 398 και εξής, βεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν βρήκε παπικές διατάξεις πριν από το έτος αυτό (Μελέτη Ιστορική..., τ. Α', Αθήναι 1998, σ. 190-191).
2). Λόγοι εσωτερικοί. Σε κάθε μελετητή απροκατάληπτο οι παπικές αυτές Διατάξεις παρουσιάζονται ως πλαστές για λόγους εσωτερικούς, από τους οποίους σπουδαιότεροι είναι οι πιο κάτω:
1. Οι παρουσιαζόμενοι αναχρονισμοί Ο επίσκοπος της Ρώμης Μιλτιάδης, που ήταν πάπας από το 311 μέχρι το 314, στις Διατάξεις αυτές κάνει λόγο για τις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου (325), που έγινε μετά τον θάνατό του, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι ο Πάπας, ως κεφαλή, είχε δήθεν το πρωτείο εξουσίας επάνω στα άλλα τέσσερα πατριαρχία! Ο τίτλος όμως του Πατριάρχη επικράτησε, κατά τους ιστορικούς πολύ αργότερα, δηλ. στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β' του μικρού (408-450). Από τους αναχρονισμούς αυτούς γίνεται ολοφάνερο ότι ο πλαστογράφος των Διατάξεων αυτών έγραφε με βάση δεδομένα των δικών του χρόνων, χωρίς να σκεφθεί επακριβώς τα ιστορικά πλαίσια των προσώπων , που παρουσίαζε.
2. Το ύφος των Δεκρεταλίων. Το ύφος των Ψευδό- Ισιδώρειων Διατάξεων είναι για του πάπες τόσο υπεροπτικό, που δεν εκφράζει το ήθος των Πάπων της εποχής εκείνης, αλλά πολύ μεταγενέστερης. Για το λόγο αυτό αναγκάσθηκαν και πολύ από τους Ρωμαιοκαθολικούς, όπως για παράδειγμα, ο Baronius, o Bellarminus κ.α., να παραδεχθούν την νοθεία των Διατάξεων αυτών.
3. Οι έρευνες των νεότερων ιστορικών. Την νοθεία των Διατάξεων αυτών απέδειξαν στα νεότερα χρόνια για πρώτη φορά οι Λουθηρανοί συγγραφείς των Μαγδεβουργικών εκατονταετηρίδων Φλάκιος και οι λοιποί του 16ου μ.Χ. αιώνα (βλ.
Νεκταρίου Αιγίνης, ο.π. 190). Μετά δε από τους πιο πάνω, για την νοθεία αυτή έγραψαν και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και καθολικοί ερευνητές. Για το λόγο αυτό σήμερα οι Διατάξεις αυτές δεν χαρακτηρίζονται ως Ισιδώρειες αλλά ως Ψευδό- Ισιδώρειες. «Μετ' επιμελούς ερεύνης», λέγει για τούτο ένας από τους ερευνητές αυτούς ο Abbe Fleury, «ευρέθησαν εν αυτοίς» (δηλ. εν τοις Δεκτρεταλίοις) «διάφορα αποσπάσματα των αγίων Λέοντος και Γρηγορίου και άλλων παπών, ζησάντων πολύ ύστερον εκείνων, οίτινες αναφέρονται ως εκδόντες τα δεκρετάλια. Πάσαι δε σχεδόν αι χρονολογίαι αυτών εισίν επινενοημέναι και το ψεύδος καταφαίνται εν τω περιεχομένω τρανότατα» (Livre quarante quatrieme C.XXII, τομ., ΙΙΙ σελ. 157).
Με την επέμβασή του στη Δύση, ο Βασίλειος ο Α΄ είχε καταφέρει, αν όχι να καταργήσει εντελώς, τουλάχιστον όμως να αναθεωρήσει προς όφελος του Βυζαντίου την Κωνσταντίνεια Δωρεά. Από τότε όλες οι Βυζαντινές προσπάθειες ήταν προς την κατεύθυνση της κατάργησης της Κωνσταντίνειας Δωρεάς, με αποκορύφωμα τα τέλη του 10ου αιώνα, οπότε η Βυζαντινή επιρροή επί εποχής Βασιλείου Β΄ επεκτάθηκε ως την ίδια τη Ρώμη.
Την περίοδο αυτή δηλαδή από εποχής Βασιλείου του Α΄ έως την εποχή του Βασιλείου του Β΄ η Παπική εκκλησία βρίσκονταν σε παρακμή και οι εκπρόσωποι του Πάπα παρακολουθούσαν ανήμποροι να επέμβουν τον ανταγωνισμό της Βυζαντινής και Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι πρώτες προσπάθειες της Παπικής εκκλησίας για ανασυγκρότηση και ανόρθωση συμπίπτει με την περίοδο ακμής της Βυζαντινής Εκκλησίας, τον 11ο αιώνα. Πάπας Ρώμης ήταν τότε ο Λέων Θ΄( 1049-1054).
Πέρα από οποιεσδήποτε διαφορές των δογμάτων, τέτοιες πάντα υπήρχαν ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή και πάντα βρίσκονταν σημεία επαφής όπως περί της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορούσε να προχωρήσει οποιαδήποτε ενότητα των Εκκλησιών, με την ύπαρξη δύο ισχυρών Πατριαρχείων, όταν το ένα ανταγωνίζεται του άλλου ή το χειρότερο όταν το ένα, υποβλέπει και διαβάλει το άλλο, όπως συμβαίνει διαχρονικά με την καθολική εκκλησία.
Κορυφή του παγόβουνου υπήρξε η σύγκρουση των δύο εκκλησιών για την Νότια Ιταλία. Το έτος 1054 έρχεται η καταιγίδα με τη μορφή σοβαρής ρήξης. Μια παπική πρεσβεία στη Κωνσταντινούπολη, συμπεριφέρεται με ιταμότητα και αλαζονεία και αφήνει πάνω στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας ένα έγγραφο που αφορίζει τον Πατριάρχη.
Αμέσως ο Μιχαήλ Κηρουλάριος, συγκαλεί την ενδημούσα σύνοδο του Πατριαρχείου και αναθεματίζει το παπικό έγγραφο.
Τα αμοιβαία αυτά αναθέματα ήταν η απαρχή ενός πολέμου, μιας σύγκρουσης, που θα διαρκούσε επί αιώνες. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε, ότι η σύγκρουση αυτή θα διαρκούσε και θα προξενούσε τόση ζημία. Όλοι πίστευαν ότι ήταν μια προσωρινή ρήξη, όπως τόσες άλλες που είχαν προηγηθεί. `Όπως και να έχουν τα πράγματα, η ρήξη του Πατριάρχη Φωτίου με τον Πάπα Νικόλαο, συνεχίζεται και το 1054 χωρίς ανάσα. Το αν είχε ανεξαρτητοποιηθεί το Πατριαρχείο απέναντι στην κεντρική εξουσία, στα χρόνια του Μιχαήλ Κηρουλάριου, φαίνεται από τη ρήξη του με τον Ισαάκιο Κομνηνό (1057-1059), τον μόνο ίσως αυτοκράτορα που μπόρεσε να ανορθώσει κάπως τον Αυτοκρατορικό θεσμό τον 11ο αιώνα.
Η προσπάθεια για στιβαρή Διοίκηση προσκρούει στις πρωτοβουλίες του Πατριάρχη, που συμπεριφέρεται σαν ανώτερος και δημιουργός Αυτοκρατόρων. Έτσι απευθύνεται περιφρονητικά προς τον Ισαάκιο Α΄, που μπορεί να κάνει παραχωρήσεις προς τον Πατριάρχη, αλλά ταυτόχρονα επιχειρεί να δημεύσει την εκκλησιαστική περιουσία.
Τον Νοέμβριο του 1058 φαίνεται ότι επικρατεί η πολιτική εξουσία με την εξορία του Πατριάρχη Κηρουλάριου στην Προικόννησο της Προποντίδας και στην καθαίρεσή του ύστερα από δίκη.
Στις αρχές του 1059, Πατριάρχης γίνεται ο ευγενής Κωνσταντίνος Λειχούδης (1059-1063), κάτι που δείχνει ότι οι ευγενείς είναι ισχυροί και που τελικά παίρνουν τη ρεβάνς και οδηγούν τον Αυτοκράτορα Ισαάκιο σε παραίτηση.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος Λειχούδης και ο διάδοχός του στον Πατριαρχικό θρόνο Ιωάννης Ξιφιλίνος( 1064-1075), επιτελούν μεγάλο διοικητικό έργο μέσα στη Βυζαντινή εκκλησία, που δυναμώνει ακόμη περισσότερο τη σύγκριση, έχοντας απέναντί τους έναν αδύναμο Αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο Δούκα (1059-1067) και στους επόμενους Αυτοκράτορες.
Με τον τρόπο αυτόν όταν η Πολιτική εξουσία κατορθώνει να ελέγξει την κατάσταση, θα βρει απέναντι της έναν Πατριάρχη οικονομικά εύρωστο, ισχυρό και με μεγάλη επιρροή στο λαό.
Στο σημείο αυτό θα ήταν τουλάχιστον ασεβές να μην φιλοξενήσουμε την επίσημη άποψη του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το σοβαρό θέμα του σχίσματος που ταλαιπώρησε και εξακολουθεί να ταλαιπωρεί την εκκλησία. Για λόγους ακριβείας δημοσιεύεται η άποψη αυτούσια χωρίς να γίνει παρέμβαση ούτε στις στίξεις των λέξεων.
Ο Μιχαὴλ Α´ Κηρουλάριος, ήτο εἳς ἐκ τῶν σημαντικότερων πατριαρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Κατήγετο ἀπὸ συγκλητικὴ οἰκογένεια καὶ προωριζόταν διὰ πολιτικὴ σταδιοδρομία, δι᾽ αὐτὸ καὶ ἔλαβε ἀξιόλογο μόρφωση. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀναμίξεώς του εἰς συνωμοσία διὰ τὴν ἐκθρόνισι τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Δ´ τοῦ Παφλαγόνος (1034-1041) μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του ἐξωρίσθη, ὅταν δὲ πληροφορήθη τὴν αὐτοκτονία τοῦ ἀδελφοῦ του ἀπεφάσισε νὰ δεχθῇ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Μετὰ τὴν πτώση τῆς δυναστείας τῶν Παφλαγόνων καὶ τὴν ἄνοδο εἰς τὸν θρόνο Κωνσταντίνου Θ´ τοῦ Μονομάχου, ἀνεδείχθη πανίσχυρος σύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ἐξελέχθη πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Προικισμένος μὲ ἀξιόλογα πνευματικὰ προσόντα, ἠγωνίσθη μὲ ζήλῳ διὰ τὴν ὑπεράσπισι τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, διὰ τὴν ἀνάπτυξι τῆς ἀκτινοβολίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ διὰ τὴν τόνωσι τοῦ κύρους τῆς πατερικῆς παραδόσεως ἐν τῇ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν εὐμετάβολο βυζαντινὴ κοινωνία, ἡ ὁποία εἶχε βαθυτάτως ἐπηρεασθεῖ ὑπὸ τῆς πνευματικῆς στροφῆς τῶν λογίων κύκλων πρὸς τὴν κλασικὴ ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ ἐσχετικοποιοῦσε τὴν ἀναγκαιότητα τῆς χριστιανικῆς ἐμπειρίας.
Ἡ σύγκρουση τοῦ Μιχαὴλ Κηρουλαρίου μετὰ τοῦ ὑπάτου τῶν φιλοσόφων Μιχαὴλ Ψελλοῦ εἶχε ὡς κίνητρο τὴν πνευματικὴ αὐτοδυναμία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τὴν ὑπεροχή της ἔναντι τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Ὁ Μιχαὴλ Ψελλὸς ἐγκατέλειπε συνήθως τὰς ἀκραίας θέσεις καὶ ὑπαναχωροῦσε, ὅταν ὁ πατριάρχης τὰς ἀποδοκίμαζε.
Ὡστόσο, ὁ Μιχαὴλ Κηρουλάριος εἶναι εὐρύτατα γνωστὸς ἀπὸ τὸ μεγάλο σχῖσμα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως ὃ ἐτελέσθη τῷ 1054. Ἡ προσπάθειά του νὰ ἐξουδετερώσῃ τὴν πίεση τοῦ πάπα Λέοντα Θ´ νὰ ἐπιβάλῃ τὰ λατινικὰ ἔθιμα εἰς τὰς ἐπαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς νοτίου Ἰταλίας συνεδυάσθη μὲ συγκεκριμένας πρωτοβουλίας. Ἀνέθεσε εἰς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀχρῖδος Λέοντα νὰ ἀναιρέσῃ τὴν ἐκκλησιαστικὴ θεμελίωση τῶν λατινικῶν ἐθίμων καὶ νὰ κοινοποιήσῃ τὴν ἀναίρεση εἰς τοὺς ἐπισκόπους τῆς νοτίου Ἰταλίας. Ὁ καρδινάλιος Οὐμβέρτος ἐνημερώθη διὰ τὴν ἀναίρεση ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Τρανίας τῆς Ἀπουλίας Ἰωάννη καὶ ἐνημέρωσε τὸν φυλακισμένο ἐν Βενεβέντῳ πάπα Λέοντα Θ´, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἠγεσία ἀποστολῆς στὴν Κωνσταντινούπολη διὰ συζήτηση τοῦ θέματος.
Ὁ Οὐμβέρτος ἠγνόησε τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη, ὁ ὁποῖος δὲ ἠνοχλήθη ὑπὸ τῆς συμπεριφορᾶς τῶν παπικῶν ἀπεσταλμένων. Ἡ ψυχρότης αὕτη ἐνετάθη μὲ τὴν πληροφορία διὰ τὸ κλείσιμο τῶν λατινικῶν ναῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἣν εἶχε ἀποφασίσει ὁ Μιχαὴλ Κηρουλάριος ὡς ἀντίποινα διὰ τὴν πολιτικὴ τοῦ παπικοῦ θρόνου στὴ νότια Ἰταλία. Ὁ αὐτοκράτωρ, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε τακτικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς παπικοὺς ἀπεσταλμένους, δὲν ἀνέλαβε συγκεκριμένη πρωτοβουλία διὰ τὴν γεφύρωση τοῦ χάσματος.
Ἡ πληροφορία τοῦ θανάτου τοῦ πάπα Λέοντος Θ´ ἠνάγκασε τὸν Οὐμβέρτο νὰ ἐπιταχύνῃ τὰς κινήσεις του. Τῇ 16ῃ Ἰουλίου 1054 ἄφησε εἰς τὴν ἁγία τράπεζα τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τῶν πιστῶν ἀνάθεμα ἐναντίον τοῦ πατριάρχου καὶ τῶν ὁμοφρόνων του, παρὰ τὰς προσπάθειας νὰ ἀποτραπῇ ἡ πράξη αὕτη.
Ὁ Μιχαὴλ Κηρουλάριος συνεκάλεσε Ἐνδημοῦσα σύνοδο, παρὰ τὰς ἀρχικὰς ἐπιφυλάξεις τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ ἀνεθεμάτισε τὸ παπικὸ κείμενο, τοὺς συντάκτας καὶ τοὺς ὑποστηρικτάς του (24ῃ Ἰουλίου 1054), ἐκοινοποίησε δὲ τὴν ἀπόφασι εἰς τοὺς λοιποὺς πατριάρχας τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἐζήτησε τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἐνδημούσας συνόδου. Παρὰ τὰς ἀρχικὰς ἐπιφυλάξεις τοῦ πατριάρχου Ἀντιοχείας Πέτρου, τὰ ἀναθέματα ἐσφράγισαν τὰς σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μέχρι σήμερον. Ἡ πρόσφατος ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων (1965) δὲν ἐθεράπευσε τὶς πληγὰς τοῦ σχίσματος τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.
Ὁ Μιχαὴλ Κηρουλάριος ἐκυριαρχοῦσε εἰς τὸν δημόσιο βίο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ἔντονος δὲ ἀνάμιξίς του εἰς τὸ ζήτημα τῆς διαδοχῆς τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Θ´ τοῦ Μονομάχου ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ ΣΤ´ τὸν Στρατιωτικὸ καί, ἐν συνεχείᾳ, ἀπὸ τὸν Ἰσαάκιο Α´ Κομνηνὸ εἶχε ὡς συνέπεια τὴν ἀπομάκρυνσί του ἀπὸ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου.
Ὁ πατριάρχης συνελήφθη καὶ ἐξωρίστηκε στὴν Προικόννησο καὶ κατόπιν εἰς τὴν Ἴμβρο (1059). Συνεκροτήθη δικαστήριο διὰ τὴν κρίσι του ἐν πόλει τῆς Θράκης, ἐπειδὴ ὑπῆρχε κίνδυνος ἀντιδράσεων τοῦ λαοῦ, ἀλλᾶ τὸ πλοῖο ἐξέκλινε ἀπὸ τὴν πορεία του καὶ ἔφτασε στὸ λιμάνι τῶν Μαδύτων, ὅπου ὁ Μιχαὴλ ἀπέθανε αἰφνιδιαστικῶς μετὰ ἀπὸ ὁλίγας ἡμέρας.
ΤΈϠΟΣ
Κωνσταντίνος Τζέκης Αντιστράτηγος ΕΛΑΣ ε.α.
ΒΓΑΛΕ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΡΕ ΛΕΓΕΩΝΗ! ΚΑΝΕΙ ΈΝΑΝ ΑΙΩΝΑ ΝΑ ΦΟΡΤΩΣΕΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΗ...
ΑπάντησηΔιαγραφή