Το γλωσσικό ζήτημα στην Ελλάδα σήμερα




Οι θεσμικές και νομοθετικές προβλέψεις για τη γλώσσα στην Ελλάδα, δείχνουν ότι το γλωσσικό ζήτημα στην χώρα μας απετέλεσε στον 20ό αιώνα πολιτικοκοινωνικό και ιδεολογικό ζήτημα, όχι απλώς φιλολογικό και εκπαιδευτικό πρόβλημα. Γι’ αυτό και χρειαζόταν να παρεμβαίνει η Πολιτεία, κατά καιρούς, ρυθμίζοντας το θέμα με προβλέψεις είτε στο Σύνταγμα είτε σε επί μέρους για την Παιδεία νόμους. Πρώτη φορά η ανάγκη θεσμικής προβλέψεως για τη γλώσσα γίνεται αισθητή στην περίοδο οξύτητας του γλωσσικού ζητήματος, αμέσως μετά τη δεκαετία των Ευαγγελιακών και των Ορεστειακών και του όλου κλίματος που είχε διαμορφωθεί τότε. Έτσι το 1911 στο Σύνταγμα που ψηφίζει η Αναθεωρητική Βουλή με τον Ελευθέριο Βενιζέλο προβλέπεται: Άρθρον 107: «Επίσημος γλώσσα του Κράτους είναι εκείνη, εις την οποίαν συντάσσονται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα. πάσα προς παραφθοράν ταύτης επέμβασις απαγορεύεται».

 Στα Συντάγματα του 1952 και του 1968 διατηρείται αυτολεξεί η πρόβλεψη περί της γλώσσας, ενώ δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη στα Συντάγματα του 1927 και του 1975. Τέλος, ο δρόμος που επιλέγεται για την οριστική ρύθμιση του θέματος είναι όχι η συνταγματική πλέον θέσπιση αλλά η ψήφιση νόμου «περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως», του νόμου 309/1976, ο οποίος προβλέπει στο άρθρο 2: «Γλώσσα διδασκαλίας, αντικείμενον διδασκαλίας και γλώσσα των διδακτικών βιβλίων εις όλας τας βαθμίδας της Γενικής Εκπαιδεύσεως είναι από του σχολικού έτους 1976-77 η Νεοελληνική. Ως Νεοελληνική γλώσσα νοείται η διαμορφωθείσα εις πανελλήνιον εκφραστικόν όργανον υπό του Ελληνικού λαού και των δοκίμων συγγραφέων του Έθνους Δημοτική, συντεταγμένη άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων». Έξι χρόνια αργότερα, το 1982, με Προεδρικό Διάταγμα της Κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου, το Π.Δ. 207/1982, θεσπίστηκε (πάλι σε νόμο για την Εκπαίδευση: «Περί εγγραφής μαθητών στα Λύκεια της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης») η χρήση του μονοτονικού συστήματος γραφής της ελληνικής γλώσσας στην Εκπαίδευση. 

Πρόκειται για την κατάργηση της χρήσης τριών διαφορετικών σημείων (οξείας, βαρείας, περισπωμένης) για τη δήλωση του τονισμού μιας λέξης και την καθιέρωση ενός μόνον, κοινού για όλες τις περιπτώσεις, δηλωτικού σημείου, της οξείας. Παράλληλα, καταργήθηκε εντελώς η δήλωση των πνευμάτων (δασείας και ψιλής).
Ανασκοπώντας το γλωσσικό ζήτημα σήμερα με τη νηφαλιότητα που εξασφαλίζει η απόσταση από τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τα πράγματα και με την πείρα από τα αποτελέσματα και τις συνέπειες που είχε για τη χώρα μας στο πέρασμα του χρόνου, εκτιμούμε ότι η διπλή γλωσσική παράδοση, εξελίχθηκε σε γλωσσικό εμφύλιο διχασμό. Κρίνοντας εκ των υστέρων, μπορούμε σήμερα να εκτιμήσουμε πόση σπατάλη πνευματικών και παιδευτικών δυνάμεων της χώρας προκάλεσε, ιδίως τους τελευταίους δύο αιώνες, το γλωσσικό ζήτημα. Η όλη γλωσσική επικοινωνία των Ελλήνων και ό,τι αυτή συνεπάγεται –παιδεία, επιστήμη, γράμματα, κοινωνική εξέλιξη κ.ά.- δοκιμάστηκε σκληρά και ανώφελα εξαιτίας του γλωσσικού διχασμού. Αν η ελληνική γλώσσα δεν είχε υποστεί από νωρίς αυτόν τον διχασμό, αυτή τη διχογλωσσία, η οποία στην Ελλάδα υπερέβη πέρα από κάθε σύγκριση τη φυσική διαφορά που γενικότερα υφίσταται μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου, πιθανότατα θα ήταν διαφορετική η κατάσταση των επιστημών, των γραμμάτων και της παιδείας. Η ανυπαρξία λ.χ. κλασικών συγγραφέων του Νέου Ελληνισμού δεν είναι άσχετη με τη μη έγκαιρη ανάπτυξη και αποδοχή της φυσικής γλώσσας ως επίσημης και καθολικής έκφρασης του έθνους.

 Έτσι οι πνευματικοί δημιουργοί, εκτός των άλλων δυσχερειών που δημιούργησαν οι εθνικές περιπέτειες του ελληνικού έθνους (στέρηση ελευθερίας, δημοκρατίας, παιδείας, ανάπτυξης θεσμών κ.λπ.) είχαν να αντιμετωπίσουν και την καχυποψία και επιφυλακτικότητα μέχρι την αποδοκιμασία και την απόρριψη, όταν δεν εκφράζονταν στην καθιερωμένη γλωσσική μορφή. Το ίδιο και οι επιστήμονες. Ειδικότερα μάλιστα η επιστήμη της γλώσσας, η γλωσσολογία, αντί να ασχοληθεί εντατικά και δημιουργικά με μοναδικό στόχο τη σπουδή και την ανάλυση της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονική και τη συγχρονική της διάσταση (σύνταξη γραμματικών, συντακτικών, λεξικών, έργων διδασκαλίας κ.λπ.), αναγκάστηκε να ενταχθεί στη διαμάχη περί το γλωσσικό ζήτημα στηρίζοντας τη μία ή την άλλη πλευρά και αφιερώνοντας πολύτιμο χρόνο στην αντίκρουση των αντιπάλων απόψεων. Έτσι λ.χ. το κύριο βάρος στην επιστημονική έρευνα, συγγραφή και την όλη δραστηριότητα του Γ. Ψυχάρη και περισσότερο του Μ. Τριανταφυλλίδη πέφτει στο γλωσσικό ζήτημα. το ίδιο συμβαίνει, σε μικρότερο συγκριτικά βαθμό, και με τον Γ. Χατζιδάκι και με όλους σχεδόν τους Έλληνες γλωσσολόγους μέχρι πριν από μερικά χρόνια.


Ως προς την υφή του γλωσσικού ζητήματος και την τροπή που έλαβε στην Ελλάδα, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Η διαφοροποίηση στη γλώσσα ενός έθνους είναι μία πραγματικότητα που συνδέεται με την ίδια τη φύση της γλώσσας και μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Συνηθισμένη και καθολική στη γλώσσα είναι η διαφοροποίηση στην ομιλία των ατόμων ανάλογα με την ηλικία, τη μόρφωση, τις επικοινωνιακές ανάγκες, τις ευαισθησίες κάθε ατόμου κ.ο.κ. Πρόκειται για κοινωνική διαφοροποίηση της γλώσσας. Εξίσου συνήθης είναι η γεωγραφική διαφοροποίηση κάθε εθνικής γλώσσας σε διαλέκτους και ιδιώματα, που ποικίλλουν ανάλογα με τις συνθήκες χρήσεως κάθε εθνικής γλώσσας. Η ιδιαιτερότητα στο γλωσσικό, όπως εξελίχθηκε στην ελληνική γλώσσα, είναι η μεγάλη διαφοροποίηση που υπήρξε ανάμεσα στον προφορικό και τον γραπτό λόγο, η επικοινωνιακή διαφοροποίηση. Η διαφοροποίηση αυτή, νοούμενη ως διαφορά ύφους (επικοινωνιακής στρατηγικής, επιλογής και ενεργοποίησης διαφορετικών στοιχείων του συστήματος της γλώσσας), είναι τρέχον νόμισμα για όλες τις γλώσσες. Υπάρχει παντού και πάντοτε ως υφολογική διαφοροποίηση. Η καθαρεύουσα του Κοραή, επηρεασμένη από την προκοραϊκή καθαρεύουσα του Θεοτόκη (έχοντας η ίδια πολύ έντονη εκκλησιαστική επίδραση), θα μετεξελιχθεί στην κατ’ εξοχήν καθαρεύουσα, τη μετακοραϊκή καθαρεύουσα του Σπυρ. Τρικούπη, έχοντας πάρει ήδη επί Κοραή και στους μετέπειτα χρόνους πολλά στοιχεία από την αρχαΐζουσα, ιδίως σε λεξιλογικό επίπεδο. Αυτή η καλλιεργημένη και πολυπαραγοντική καθαρεύουσα θα αντιπαρατεθεί, με τη σειρά της, σε μία εξελιγμένη μορφή της λαϊκότερης Κοινής, στηριγμένης στην πελοποννησιακή διάλεκτο και στη διάλεκτο των Ιονίων νήσων και της Κρήτης, μία μορφή γλώσσας που αντιπροσωπεύεται από τη γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών, που καλλιεργείται στη λογοτεχνία από φωτισμένους πρωτοπόρους και που επηρεάζεται (μετά τον Γ. Ψυχάρη) από ρυθμιστικές τάσεις αναπόφευκτες για μία μορφή γλώσσας, η οποία μέχρι τότε είχε προφορικό κυρίως χαρακτήρα.

Έτσι θα φθάσουμε και πάλι στον διπολισμό καθαρεύουσας και δημοτικής, σε δύο μορφές δηλαδή της ελληνικής γλώσσας σύνθετες, δυναμικά διαφοροποιημένες και οι δύο και αναπτυγμένες από διαφορετικές ανάγκες. της γραφομένης γλώσσας της διοικήσεως, της εκπαίδευσης και της επιστήμης η μία (καθαρεύουσα), της προφορικής γλώσσας, του τραγουδιού, της καθημερινής ομιλίας και βαθμηδόν της λογοτεχνίας η άλλη (δημοτική). Τόσο η προέλευση όσο και η υφή και εξέλιξη των δύο αυτών γλωσσικών μορφών της Ελληνικής, της καθαρεύουσας και της δημοτικής, της γραπτής και της προφορικής, όπως ήταν επί αιώνες η διαφορά, δεν δικαιολογεί να μιλούμε για δύο γλώσσες, για διγλωσσία. Πρόκειται προφανώς για δύο μορφές μίας και της αυτής γλώσσας, της Ελληνικής. Πρόκειται για διμορφία γλωσσική, για ό,τι ο  Γ. Χατζιδάκις προσπάθησε να διακρίνει χρησιμοποιώντας τον όρο «ομόχρονη διγλωσσία»: η χρήση αυτού ή εκείνου του όρου, στην προκειμένη περίπτωση, έχει σημασία. Η μεν διγλωσσία (ο ξένος όρος είναι bilingualism) αναφέρεται σε δύο διαφορετικές γλώσσες (πβ. τη διγλωσσία του Βελγίου, όπου χρησιμοποιείται η Γαλλική και η Φλαμανδική / Ολλανδική). Είναι η διμορφία (ο ξένος όρος είναι diglossia, πλασμένος ακριβώς από τα ισχύοντα στην Ελληνική) αναφέρεται σε δύο μορφές της ίδιας γλώσσας, όπως είναι η περίπτωση της Ελληνικής.

 Οι υπερβολές και ο φανατισμός στη διάρκεια του γλωσσικού εμφυλίου καθαρεύουσας και δημοτικής απέκρυψαν αυτή την αλήθεια, που δεν συνιστά απλό ζήτημα ορολογίας αλλά ουσίας.
Η τάση προς άρση της διαφοροποίησης, η τάση προς σύγκλιση ή ενιαιοποίηση ήταν και είναι άλλη μία καθολική τάση της δομής των γλωσσών, που οδηγεί τελικά στην ύπαρξη κοινής γλώσσας εν μέσω των διαφορών των διαλέκτων και μέσα από αυτές. Πρόκειται για δυναμική τάση ενοποίησης της γλώσσας, όταν οι διαφορές είναι ιδιαίτερα έντονες. Η τάση για ενοποίηση και σύγκλιση είναι μία κεντρομόλος δυναμική της γλώσσας έναντι της κεντρόφυγος (ή φυγόκεντρης) δυναμικής, που οδηγεί στη διαφοροποίηση και την απόκλιση. Απόρροια της κεντρομόλου ενοποιητικής τάσης υπήρξε κάθε μορφή Κοινής που διαμορφώθηκε στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας και, φυσικά, της Νεοελληνικής Κοινής ή Κοινής Νεοελληνικής ή Νεοελληνικής, η οποία και καθιερώθηκε νομοθετικά το 1976 ως επίσημη γλώσσα, οριζόμενη ως «δημοτική, συντεταγμένη άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων» (Ν. 309/1976). Η Νεοελληνική Κοινή που αναγνωρίστηκε τελικά ως επίσημη γλώσσα είναι, στην πραγματικότητα, μια δυναμική σύνθεση της μητροδίδακτης δημοτικής –όπως διαμορφώθηκε από την καλλιέργειά της στον γραπτό λόγο (λογοτεχνία, δημοσιογραφία, επιστήμη, εκπαίδευση), δηλαδή μίας αστικής δημοτικής που ξεπέρασε τις ρυθμίσεις του ψυχαρικού ηρωικού δημοτικισμού, υπακούοντας στις ρεαλιστικές συμβιβαστικές απόψεις του εκπαιδευτικού δημοτικισμού- με στοιχεία της λόγιας παράδοσης, της απλουστευμένης καθαρεύουσας, όπως διαμορφώθηκε υπό την πίεση του δημοτικισμού που κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Από τη σύνθεση της καλλιεργημένης δημοτικής με την απλουστευμένη καθαρεύουσα προήλθε βαθμηδόν στην προφορά και, λιγότερο, στη γραφή του μέσης μορφώσεως Έλληνα μία συγκλίνουσα μορφή γλωσσικής έκφρασης, που, αν δεν είχε το χαρακτηριστικό της επιλογής και ήταν προϊόν τυχαιότητας (ανύπαρκτης στη διαμόρφωση των πάσης φύσεως γλωσσικών συστημάτων), θα δικαιολογούσε την ονομασία μικτή γλώσσα και όχι σύνθετη γλώσσα.

Δικαίως, θα αναρωτηθεί κανείς πώς, αν είχε πράγματι ωριμάσει το θέμα, εγέρθηκαν τόσες συζητήσεις και ηπιότερες έστω διαμάχες και αντιγνωμίες για τη Νεοελληνική που άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα και επίσημα μετά τη ρύθμιση του νόμου 309/1976. Εδώ έχουμε ζήτημα τακτικής παρά ουσίας: πώς προετοιμάστηκε η γενίκευση της Νεοελληνικής στον γραπτό λόγο της Εκπαίδευσης και της Διοίκησης, δηλαδή στους δύο νευραλγικούς τομείς; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόφαση για τη ρύθμιση προηγήθηκε κάθε ανάλογης προετοιμασίας! Ούτε η κατάλληλη γραμματική, ούτε το κατάλληλο συντακτικό, ούτε το απαραίτητο λεξικό, ούτε τα κατάλληλα βιβλία, ούτε η κατάλληλη ενημέρωση των πολιτών υπήρξε πριν από την αιφνίδια νομοθετική ρύθμιση. Εξού και η σύγχυση που προέκυψε αμέσως μετά την εφαρμογή του νόμου και η ύπαρξη αντιδράσεως, που αφορούσαν περισσότερο στην αιφνίδια και απροετοίμαστη εφαρμογή της ρύθμισης παρά στην ίδια τη ρύθμιση. (Η πρόσφατη γλωσσική μεταρρύθμιση στη Γερμανία π.χ. πραγματοποιήθηκε έπειτα από συστηματική προετοιμασία δέκα ετών!).

Η άμεση εφαρμογή της απόφασης και η ακαριαία επέκταση της χρήσης «της δημοτικής χωρίς ακρότητες» στη Διοίκηση, τη Δικαιοσύνη, την Εκπαίδευση και την Επιστήμη (ιδίως μέσω της ανωτάτης Εκπαίδευσης) χωρίς υποδομή, χωρίς προετοιμασία, χωρίς ενημέρωση έγιναν αιτία να αρχίσει αμέσως μετά το 1976 μία βεβιασμένη, πρόχειρη, ρυθμιστική, ακραία συχνά, απρόσεκτη και κακή χρήση της Νεοελληνικής, που εξέθεσε τη δημοτική γλώσσα και μείωσε ή και διέστρεψε τη σημασία της νομοθετικής ρύθμισης. Δεν ήταν, βεβαίως, η Νεοελληνική ως δομή γλώσσας ή ως δυνατότητα επαρκούς επικοινωνίας που έπασχε, όπως την κατηγόρησαν πολλοί, αλλά η άγνοια της χρήσης της, συνεπεία των ελλείψεων που αναφέραμε, γεγονός που οδήγησε αρχικά εν ονόματι της δημοτικής σε μία φτωχή, άκομψη, ανέκφραστη, ξύλινη και κακοποιημένη γλώσσα που φορτωνόταν τις αδυναμίες του σχεδιασμού της εφαρμογής της και της άγνοιας ή περιορισμένης γνώσης και χρήσης της από απροετοίμαστους σε γραπτή εφαρμογή της δημοτικής χρήστες.
Δύο σύγχρονες ρυθμίσεις ήλθαν να επιδεινώσουν την κατάσταση και να δημιουργήσουν σειρά παρεξηγήσεων, οι οποίες άμεσα ή έμμεσα συνδέονταν με το γλωσσικό ζήτημα. Ήταν: α) η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976, που παράλληλα με την καθιέρωση της Νεοελληνικής ως υποχρεωτικής σε όλη την εκπαίδευση καταργούσε και τη διδασκαλία του αρχαίου ελληνικού λόγου από τη β’ βαθμίδα της υποχρεωτικής Εκπαίδευσης, από το Γυμνάσιο (η διδασκαλία θα γινόταν εφεξής μόνο από μετάφραση) και β) η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος στη γραφή. 

Και η μεν κατάργηση της διδασκαλίας του αρχαίου λόγου και, κατ’ επέκτασιν, η πλήρης αποσύνδεση των μαθητών από τη γλωσσική παράδοση, από τα παλαιότερα Ελληνικά μας (αρχαία γλώσσα, βυζαντινή – εκκλησιαστική, λόγια γλώσσα) επέφερε την αποκοπή των μαθητών από την κατανόηση των πιο απαιτητικών στοιχείων της Νεοελληνικής (των λόγιας προελεύσεως στοιχείων) και υποβάθμισε ακόμη περισσότερο το γλωσσικό τους αίσθημα και τη γλωσσική τους ικανότητα, σε συνδυασμό και με το ότι οι μέθοδοι διδασκαλίας της Νεοελληνικής που χρησιμοποιήθηκαν πειραματικά (και βιαστικά) στο σχολείο –εν μέσω όλων των άλλων δυσχερειών- δεν μπορούσαν ακόμη να αποδώσουν, ούτε είχαν την κατάλληλη υποστήριξη σε εκπαιδευτικό υλικό. Η δε καθιέρωση του μονοτονικού παρασυνδέθηκε με την κακοδαιμονία της γλώσσας, ενώ η ίδια η χρήση της γλώσσας δεν είχε, φυσικά, σχέση με τη χρήση των τόνων.

Αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε η πτώση της ποιότητας στη χρήση της δημοτικής, πράγμα αναμενόμενο και για έναν άλλο σημαντικό λόγο: η χρήση της δημοτικής από τους λογοτέχνες και τους συνειδητοποιημένους δημοτικιστές που τη χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε ως αποτέλεσμα επιλογής, ευαισθησίας και προεργασίας στη γραπτή μορφή της δημοτικής, πέρασε ξαφνικά στη γενικευμένη από όλους χρήση και λειτουργία της ως γλώσσας εξουσίας (γλώσσας της διοίκησης, της δικαιοσύνης, της πολιτικής, των μέσων ενημέρωσης, της επιστήμης και, προπάντων, της Εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων). 

Η ευρεία κακοποίηση της γλώσσας και η χρήση της από πολλούς κατά τρόπον που να προκαλεί το ευρύτερο γλωσσικό αίσθημα, προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια και αντιδράσεις, δημιουργώντας την αίσθηση ενός προβλήματος γλώσσας. Έτσι από το γλωσσικό ζήτημα, που λύθηκε με τη νομοθετική ρύθμιση του 1976, περάσαμε στο γλωσσικό πρόβλημα, που είχαμε έντονο παλαιότερα και έχουμε δυστυχώς και σήμερα. Οι διορθωτικές κινήσεις που έγιναν και γίνονται σε όλα τα επίπεδα (επαναφορά της διδασκαλίας της παλαιότερης γλωσσικής μας παράδοσης στο Γυμνάσιο, βελτίωση των σχολικών βιβλίων και της όλης διδασκαλίας, ενημέρωση του λαού για τη σωστή χρήση της Νεοελληνικής Γλώσσας, ετοιμασία υποστηρικτικού υλικού – γραμματικών, συντακτικού, λεξικών κ.ά.) έχουν βελτιώσει την κατάσταση, που είναι αλήθεια ότι οφείλεται και σε άλλους γενικότερους λόγους, οι οποίοι συνδέονται με τη ζωή και τις αντιλήψεις του σύγχρονου ανθρώπου (υποτίμηση της γλώσσας ως αξίας, παραγωγή ανεπεξέργαστου, βιαστικού λόγου, επίδραση της εικόνας ως μορφής επικοινωνίας, μείωση της επαφής με πρότυπα γλώσσας κ.λπ.).
Είναι επιτακτική ανάγκη λοιπόν να συζητηθεί και να ερευνηθεί συστηματικά το υπάρχον σήμερα γλωσσικό πρόβλημα. Είναι καιρός πλέον να λάβει θέση στο ελληνικό γλωσσικό πρόβλημα η Ακαδημία Επιστημών ως πρωτίστως αρμόδια.

Δρ. Παναγιώτης Νταβαρίνος

Βιβλιογραφία

Eideneier H. 1999:              Von Rhapsodie zu Rap. Aspekte der griechischen Sprachgeschichte von Homer bis heute (Tuebingen: Gunter Narr).
Μπαμπινιώτης Γ. 1979:      Νεοελληνική Κοινή (Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη)
Χατζιδάκις Γ. 1967Β:            Σύντομος ιστορία της ελληνικής γλώσσης (Αθήναι, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Σιδέρης).

Το βρήκαμε εδώ

Σχόλια

  1. ΠΟΛΥ ΜΠΛΑ ΜΠΛΑ ΑΛΛΑ ΤΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ...

    1) ΚΑΤΑΡΓΗΣΑΝ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΕΥΟΥΣΑ ΜΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΣΤΟΧΟ ΝΑ ΦΤΑΣΟΥΜΕ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ, ΑΠΟΚΟΜΜΕΝΟΙ ΠΑΝΤΕΛΩΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΕ ΓΛΩΣΣΙΚΗ-ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΝΙΑ, ΤΟΣΟ ΣΤΟΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟ, ΌΣΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΓΡΑΠΤΟ ΛΟΓΟ...

    2) Η ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΈΝΑ ΈΚΤΡΩΜΑ ΠΟΥ ΈΧΕΙ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΕΠΙ ΕΞΑΙΡΕΣΩΝ ΔΙΟΤΙ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΠΑΜΠΟΛΛΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΕΥΣΟΥΣΑΣ ΠΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΙΟ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟ...

    3) ΤΟ ΌΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΗ ΚΑΙ ΑΠΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΕΥΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝΤΑΝ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΛΛΟΥΣ ΛΟΓΙΟΥΣ-ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΗΣ, ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ!!! Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΧΕ ΒΓΕΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ ΑΜΟΡΦΩΣΙΑΣ... ΑΥΤΟ ΌΜΩΣ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕ ΠΩΣ ΈΠΡΕΠΕ ΝΑ ΑΠΟΔΕΧΘΟΥΜΕ ΤΟ ΑΠΛΟ ΛΑΪΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ!!!... ΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ, ΑΣ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣ ΚΑΘΙΕΡΩΘΟΥΝΕ ΤΑ GREEKLISH, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΑ ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ ΝΕΟΥΣ!!!... ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΩ, ΠΩΣ ΝΑΙ ΜΕΝ ΑΠΟΔΕΧΟΜΑΣΤΕ ΤΗ ΖΩΝΤΑΝΗ ΕΞΑΛΙΞΗ ΜΙΑΣ ΓΛΩΩΣΑΣ, ΑΛΛΑ ΌΧΙ ΦΥΣΙΚΑ ΜΙΑ "ΕΞΕΛΙΞΗ" ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΪΟΝ ΑΜΟΡΦΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ...

    ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΑΝΕΡΘΕΙ Η ΚΑΘΑΡΕΥΟΥΣΑ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΌΧΙ ΤΗΝ ΤΣΕΚΟΥΡΩΜΕΝΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΪΟΝ ΑΜΟΡΦΩΣΙΑΣ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε ψευδώνυμο.
Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).Υβριστικά και μη ευπρεπή σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.