Ο Καζαντζάκης για την Κύπρο

Η Κύπρος είναι η αληθινή πατρίδα της Αφροδίτης. Ποτέ δεν είδα νησί με τόση θηλύτητα, ποτέ δεν ανάπνεψα αέρα τόσο γιομάτο μ’ επικίντυνες, γλυκύτατες συμβουλές.
Αλαφρή κάρωση με κυριεύει, νύστα και γλύκα, και το δειλινό, όταν πέσει ο ήλιος και φυσήξει από τη θάλασσα το αλαφρό αεράκι και σαλέψουν λίγο, δεξά ζερβά, τα μικρά καΐκια και ξεχυθούν στην παραλία τα μικρά παιδιά με το γιασεμί στο χέρι, η καρδιά μου ξεζώνεται και παραδίνεται σαν την Πάνδημη Αφροδίτη. Ό,τι αλλού σπάνια, σε στιγμές νάρκης, αισθάνεσαι, εδώ το ζεις ακατάπαυτα, το νοιώθεις αργά, βαθιά να σε διαπερνάει, σαν τη μυρωδιά του γιασεμιού: «Η σκέψη είναι μια προσπάθεια ενάντια στην κατεύθυνση της ζωής, η ανάταση η ψυχική, η αγρύπνια του νου, η έφοδος προς τ’ απάνου, είναι τα μεγάλα προπατορικά αμαρτήματα ενάντια στην θέληση του Θεού.»
Προχτές ακόμα γύριζα μέσα στα βουνά της Ιουδαίας κι άκουγα απ’ όλη τη γης ν’ ανεβαίνει μια αντίθετη, ανήλεη κραυγή: «Ας κοπεί το χέρι για να δοξάζει τον Κύριο, ας κοπεί το πόδι για να χορεύει αιώνια». Μέσα στην πυρά του ήλιου η άμμος έτρεμε και κάπνιζαν οι κορφές του βουνού. Ένας Θεός σκληρός, χωρίς νερό, χωρίς δέντρο, χωρίς γυναίκα, περπατούσε κι ένιωθες να βουλιάζουν τα κόκαλα της κεφαλής σου. Όλη η ζωή τινάζουνταν στο πυρωμένο μυαλό σα μια κραυγή πολέμου.
Και τώρα η Κύπρος κάθεται στη μέση του πελάγου και σιγοτραγουδεί σα μια Σειρήνα και γλυκαίνει την αγριεμένη απ’ τ’ αντικρινά βουνά της Ιουδαίας κεφαλή μου.
Δρασκελίσαμε τη μικρή θάλασσα, κι από το στρατόπεδο του Γεχωβά περάσαμε, σε μια νύχτα, στην κλίνη της Αφροδίτης. Πήγαινα από τη Φαμαγκούστα στη Λάρνακα, από τη Λάρνακα στη Λεμεσό, ολοένα σιμώνοντας στο ιερό σημείο της θάλασσας, στην Πάφο, όπου μέσα στους αφρούς του άστατου, ακατάλυτου υγρού στοιχείου η θηλυκή τούτη μάσκα του μυστηρίου γεννήθηκε.
Καθαρά μέσα μου ένιωθα να παλεύουν τα δύο μεγάλα φοβερά ρέματα: Το ένα
σπρώχνει την εναρμόνιση, στην υπομονή και στη γλύκα. Δουλεύει άνετα, χωρίς καμία προσπάθεια, ακολουθώντας μονάχα τη φυσική βουλή των πραμάτων. Μια πέτρα ρίχνεις ψηλά, μια στιγμή τη βιάζεις να παραβεί τη θέληση της, μα γρήγορα χαρούμενη ξαναπέφτει. Ένα στοχασμό ρίχνεις ψηλά, μα γρήγορα ο στοχασμός κουράζεται, δυσφορεί στον αδειανόν αέρα και ξαναπέφτει και σοφιλιάζει με τα χώματα.
Το άλλο ρέμα είναι θαρρείς παρά φύση. Ένας απίστευτος παραλογισμός. Θέλει να νικήσει το βάρος, να σκοτώσει τον ύπνο, να σπρώξει το σύμπαν, με το μαστίγι, προς τ’ απάνου. Σε ποιο απ’ τα δύο ρέματα ν’ αρμονιστώ, να πω: αυτό είναι η βούλησή μου, να ξεχωρίσω, σίγουρα πια, το καλό από το κακό, θέτοντας ιεραρχία στις αρετές και στα πάθη;
Τούτα συλλογιζόμουν το πρωί που ξεκινούσα από τη Λεμεσό και πήγαινα στην
Πάφο. Μεσημέρι. Το τοπίο τραχύ κι ασήμαντο. Χαρουπιές, χαμηλά βουνά, κόκκινο χώμα. Κάποτε μια ανθισμένη ροδιά μέσα στην ασπρίλα του μεσημεριού άναβε και πετούσε φλόγες, κάποτε δυο-τρεις ελιές σάλευαν γαληνές και μέρωναν το τοπίο.
Περάσαμε στο στεγνό ποταμό γιομάτο ροδοδάφνες. Μια κουκουβάγια μικρή
κούρνιαζε σ’ ένα πέτρινο γιοφύρι, στο δρόμο, ακίνητη, θαμπωμένη, παραλυμένη από το σφοδρότατο φως. Σιγά -σιγά, το τοπίο γλύκαινε. Περάσαμε ένα χωριό γεμάτο περβόλια- τα βερίκοκα γυάλιζαν ολόχρυσα, και μέσα από τα σκοτεινά, χοντρά φύλλα έλαμπαν κρεμανταλιές τα μούσμουλα.
[Ταξιδεύοντας: Ιταλία - Αίγυπτος - Σινά - Ιερουσαλήμ - Κύπρος - Ο Μοριάς]




Η ΤΥΧΗ ΚΑΙ Η ΤΙΜΗ ΜΙΑΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Ένας λαός περνάει, τις μέρες τούτες, της τρίχας το γιοφύρι. Δεν κρίνεται η τύχη της Κύπρου, η τύχη της Κύπρου δεν κιντυνεύει. Η δίκαιη πέτρα θα φάει, σίγουρα το άδικο βουνό. Κρίνεται και κιντυνεύει, τις μέρες τούτες, η τύχη και η τιμή μιας Αυτοκρατορίας. Ο λαός που ορθόθηκε σύσσωμος, σύψυχος, με τέτοια εθνική υπερηφάνεια κι ηθική ανάταση, στις πιο κρίσιμες ώρες του πολέμου και έσωσε την τιμή του κόσμου, περνάει τώρα μία από τις μοιραίες, αποκαλυπτικές δοκιμασίες, όπου θα ξεφανεροθεί η γνησιότητα ή το κίβδηλο της αρετής του.Κι ακόμα βαθύτερα, πλατύτερα: κρίνεται η τύχη και η τιμή ολόκληρου του δυτικού κόσμου, που καυχιόταν ώς τώρα πως μάχουνταν για τη δικαιοσύνη, για την ελευθερία των λαών. Τώρα θα δούμε αν ο κόσμος αυτός είναι άξιος να χρησημοποιεί πια ωρισμένες άγιες λέξεις. Κι αν πια η ψυχή ενός τίμιου ανθρώπου, μπορεί νάχει εμπιστοσύνη σε τέτοιους άρχοντες του κόσμου.Σ’ ένα αρχοντονήσι 400.000 ψυχές σηκώνουν φωνή και ζητούν ελευθερία. Το τρισεύγενο έθνος, όπου γεννήθηκε η ελευθερία και το φώς, σηκώνει φωνή μαζί τους. Από τις τέσσερεις γωνιές της γης, και μέσα από αγγλικά ακόμα στήθη, τινάζουνται φωνές οργής, και διαμαρτυρίας. Δεν μπορούν σήμερα πια η βία και το άδικο να στραγγαλίσουν κρυφά, αδιαμαρτύρητα ένα λαό. Ο κόσμος τούτος που θαρρούσαμε πως είχε σαπίσει, έχει φαίνεται ακόμα ψυχές που τολμούν να υψώσουν κεφάλι στην υποκρισία, στην αδικία και στην αναίδεια. Κρίσιμη στιγμή. Από την απάντηση που θα δοθεί στο αίτημα της Κύπρου, θα εξαρτηθεί η ηθική σωτηρία του κόσμου. Κι από την ηθική σωτηρία τού κόσμου εξαρτήθηκε πάντα η πολιτική, κοινωνική, και πνευματική του σωτηρία. Η Κύπρος δεν είναι τώρα παρά μία λεπτομέρεια, ένα νησί στην άκρα της Μεσόγειος θάλασσας. Για μια στιγμή γίνεται το μοιρόγραφτο κέντρο όπου παίζεται η ηθική αξία του σημερινού ανθρώπου. Πώς αντικρύζει η Βρετανική Αυτοκρατορία την τραγική ετούτη στιγμή όπου κρίνεται η αρετή της; Αλοίμονο, με μέσα ανάξια ενός μεγάλου έθνους. Με την άναντρη σιωπή στην αρχή, κι ύστερα με την ψευτιά, με τη συκοφαντία, με τη βία. Κρύβει το πρόσωπό της η ντροπή και φεύγει μακριά από τ’ ατιμασμένα γραφεία του Φόρεϊν Όφις. Όμως ο αληθινός άντρας δεν απελπίζεται. Ξέρει αυτός πως στον άτιμο, αλλοπρόσαλλο τούτον κόσμο ζουν και βασιλεύουν μερικές θεμελιακές αρχές, θυγατέρες του ανθρώπου, που αυτός τις έπλασε με ιδρώτα, αίμα και κλάματα, κι είναι αθάνατες. Οι περισσότερες γεννήθηκαν στην Ελλάδα: η ελευθερία, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η δίψα της δικαιοσύνης. Μεγάλες μυστηριώδεις δυνάμες που πληθύνουνται και θεριεύουν στο διωγμό. Ακούστε τι λέει ένας αιώνιος μύθος : ένας άγγελος κατέβηκε στη γης και ο άρχοντας του κόσμου λύσσιαξε να τον δει, χύθηκε απάνω του και τον μοίρασε σε δύο με το σπαθί του. Και ευτύς ο ένας άγγελος έγιναν δυό. Ξαναχύθηκε απάνω τους ο άρχοντας του κόσμου και μοίρασε σε δύο τους αγγέλους. Κι οι δυό άγγελοι έγιναν τέσσερεις, κι οι τέσσερεις οχτώ, κι οι οχτώ δεκάξι, και σε λίγο η γης είχε γεμίσει αγγέλους. Ποιος είταν ο άγγελος αυτός; Ο άγγελος της ελευθερίας. Η Κύπρος γρήγορα θα γεμίσει με αγγέλους. Κι ο άρχοντας του κόσμου τούτου θα γκρεμιστεί στα τάρταρα χωρίς τιμή και με συντριμένο το σπαθί του.Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος – αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θάταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος – σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικιέται. Θαρρείς κι είναι απαραίτητος αγώνας πολύς κι ιδρώτας πολύς και δάκρυο για να ξαγοράσει ο άνθρωπος το δίκιο του. Κι η ελευθερία είναι το πιο ακριβοαγόραστο αγαθό. Δε γίνεται δωρεάν μήτε από ανθρώπους, μήτε από θεούς. Πηγαίνει από χώρα σε χώρα, όπου τη φωνάξουν, από καρδιά σε καρδιά, ανύπνοτη, ανυπόταχτη, χωρίς συμβιβασμό. Τώρα τη βλέπουμε, με σίγουρην ορμή να δρασκελάει τα χώματα της Κύπρου. Και σε λίγο τα πόδια της θα γεμίσουν αίματα. Έτσι πάντα αυτή ανοίγει δρόμο.Καλή η στιγμή να ξεχωρίσουμε τα πάθη μας και τις ταπεινές έγνιες και να ακλουθήσουμε όλοι, ο καθένας με το χάρισμα που τού δοκε ο Θεός, το περπάτημά της πάνω στην Κυπριότικη γης. Και να μοιραστούμε μαζί της, όσο μπορούμε, τον πόνο, την ορμή, και τον κίντυνο. Κι αργότερα, σίγουρα αυτός είναι, το είπαμε, ο νόμος, και τη μεγάλη χαρά.Δεν αντιπροσωπεύω τίποτα, δεν είμαι τίποτα. Μονάχα μία συνείδηση καθαρή. Όμως μία καθαρή συνείδηση βαραίνει στη ζυγαριά του Θεού και τού καιρού πιο πολύ από μιαν Αυτοκρατορία. Και τώρα που σηκόθηκε η Κύπρος από τα κύματα και φωνάζει, κάθε καθαρή συνείδηση, από τα πέρατα της γης, όπου κι αν βρίσκεται, ακούει τη φωνή, βλέπει την αδικία, και ρήχνει την πέτρα, το ανάθεμα στον άρχοντα του κόσμου τούτου, τον αδικητή. Ο άρχοντας γελάει και σαρκάζει. Έχει τη δύναμη μαζί του, στρατούς και στόλους και θανατηφόρα πουλιά στον αγέρα. Και πλούτη μεγάλα και προδότες και «ύβριν» πολλή. Γελάει και σαρκάζει, μα μια μέρα,- τέτοια στάθηκε πάντα η παντοδυναμία του αδικημένου ανθρώπου – μια μέρα η πέτρα αυτή που τούρηξε η καθαρή συνείδηση, θα κρεμαστεί από το λαιμό της Αυτοκρατορίας και θα τη βουλιάξει. Έτσι πάντα βούλιαξαν οι μεγάλες Αυτοκρατορίες. Όταν πριν από κάμποσα χρόνια γύριζα στην Κύπρο, μαγεμένος από το τόσο Ελληνικό φως της και τη γλύκα, ένα γέρος πρόβαλε από ένα χωριάτικο σπιτάκι, κοντά στη Φαμαγκούστα. Πιάσαμε κουβέντα. Μιλούσε, για τι άλλο; Για την ένώση, και τα μάτια του σπίθιζαν. Κι άξαφνα ένα φαρδύ χαμόγελο περεχύθηκε στο ηλιοκαμένο του πρόσωπο.Έβαλε το χέρι στην καρδιά του:- Κουνήθηκαν τα θεμέλια της Αγγλίας, μού ’πε σιγά, σα να μού μπιστεύουνταν ένα μεγάλο μυστικό, κουνήθηκαν, γιατί κουνήθηκε η καρδιά του ανθρώπου.Κουνήθηκε η καρδιά του ανθρώπου, ω μεγάλη Αυτοκρατορία!


Εφημερίδα «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» 15 Σεπτεμβρίου 1954

ΠΗΓΗ 

Σχόλια