ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΣΤΟΥΣ ΡΩΣΟΤΟΥΡΚΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΤΟΥ ΙΘ΄ ΑΙΩΝΑ

Ληστείες, εξανδραποδισμοί, πυρπολήσεις, βιασμοί.
Ανατριχιαστικές περιγραφές Τύπου και διπλωματών.


Γράφει ο δημοσιογράφος Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

A μέρος

Οι Θρακιώτες υπήρξαν μεγάλα εξιλαστήρια θύματα των πολέμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όχι μόνο εξαιτίας των αιματηρών συγκρούσεων, αλλά και εξαιτίας των έμμεσων συνεπειών, που είχε μια κινητοποίηση της τουρκικής πολεμικής μηχανής. Οι Τούρκοι μαζί με τα τακτικά στρατεύματα κινητοποιούσαν και στίφη ατάκτων, οι οποίοι κατά τη διάβασή τους ή τη διαμονή τους καταλήστευαν και κατατυραννούσαν τους Χριστιανικούς πληθυσμούς.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα, είναι κατ’ αρχήν οι πολεμικές συγκρούσεις του 1853-54 μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, στις οποίες οι Τούρκοι ήθελαν και την εθελοντική συμμετοχή των Ελλήνων. Οι κάτοικοι της Θράκης όμως, πλην ελαχίστων Βουλγάρων απέφυγαν να συστρατευθούν με τους δυνάστες τους, ελπίζοντας ίσως στη μελλοντική βοήθεια των ομόδοξων Ρώσων.

Λίγο η καρτερική αναμονή ότι το χριστιανικό γένος των Ρώσων θα βοηθούσε προς την κατεύθυνση αυτή, λίγο οι προσδοκίες για το «ξανθό γένος» όπως έγραφαν οι ουτοπικές αλλά θερμουργές προφητείες του Αδριανουπολίτη ιερομόναχου Αγαθάγγελου, που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, είχαν δημιουργήσει μια κατάσταση προσμονής.

Λόγω της έντασης που επικρατούσε το χειμώνα του 1853 στα Ρωσοτουρκικά σύνορα προς την περιοχή του Δούναβη, αλλά και στη Μαύρη Θάλασσα, οι Τούρκοι θέλησαν να στρατολογήσουν Χριστιανούς από τη Θράκη, αλλά το μόνο που κατόρθωσαν ήταν να καταταγούν 50 Βούλγαροι εθελοντές υπό τον ταγματάρχη Θωμά Βέρβιν. «Οι Θράκες μας διέμενον ακατάπειστοι και κωφοί» με ό,τι αυτό συνεπαγόταν τότε, αναφέρεται στη διπλωματική αλληλογραφία της εποχής εκείνης.

Πάντως ο τότε μητροπολίτης Αδριανούπολης ευλόγησε τα όπλα των Βουλγάρων που είχαν ενταχθεί εθελοντικά σε τάγματα Κοζάκων, τα οποία πολεμούσαν με τους Τούρκους εναντίον των Ρώσων και στο λόγο που εκφώνησε υπογράμμισε τα καθήκοντα των Χριστιανών στρατιωτών έναντι του σουλτάνου. Αυτά βέβαια τα έκανε, γιατί είχαν ακουσθεί πολλές συκοφαντίες εναντίον των Ελλήνων, ότι δεν θέλουν να μιμηθούν το παράδειγμα των Βουλγάρων και υπονομεύουν τη στρατολογία εθελοντών. Είχαν σταλεί μάλιστα τέτοιες συκοφαντικές επιστολές από την Κωνσταντινούπολη, τη Σηλυβρία και την Τυρολόη.
Διάψευση ελπίδων το 1877-78

Αργότερα πάλι, οι Θρακιώτες, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν την Θράκη στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78, είχαν εναποθέσει πολλές ελπίδες, για καλυτέρευση των όρων της διαβίωσής τους, μετά από εκατοντάδες χρόνια οθωμανικού ζυγού.

Οι ελπίδες τους όμως διαψεύσθηκαν καθώς οι Ρώσοι είχαν άλλους στρατηγικούς στόχους, κυρίως γιατί τους νέους κατακτητές ακολουθούσαν οι Βούλγαροι, οι οποίοι με την κάθοδο τον όμαιμων Ρώσων είχαν αναθαρρήσει και θεώρησαν καλό να αρχίσουν να δείχνουν την αιφνίδια ισχύ που απέκτησαν, πρώτα… στους Έλληνες.

Στην Αθήνα, στις 22 Φεβρουαρίου 1877 ανέλαβε η κυβέρνηση Επ. Δεληγιώργη. Ακολουθούσε ουδετερόφιλη πολιτική θέλοντας να αποφύγει εμπλοκή της χώρας. Η κοινή γνώμη επηρεασμένη απαιτούσε να κηρυχθεί πόλεμος κατά της Τουρκίας, προσδοκώντας σε νίκη της Ρωσίας. Η κυβέρνηση δεν άντεξε και παραιτήθηκε στις 19 Μαΐου. Τη διαδέχθηκε η κυβέρνηση του Αλ. Κουμουνδούρου, με φιλοπολεμικές διαθέσεις και υποκίνηση επαναστατικών ενεργειών στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Και η κυβέρνηση εκείνη υπήρξε βραχύβια.

Έτσι στις 26 Μαΐου σχηματίσθηκε κυβέρνηση με σύμπραξη πολλών κομμάτων υπό τον γηραιό ναύαρχο Κ. Κανάρη, που αποκλήθηκε Οικουμενική. Ο Κανάρης πέθανε στις 2 Σεπτεμβρίου.

Το φθινόπωρο του 1877, εποχή που έφταναν στη Θράκη οι άνεμοι τους οποίους έφερνε ο συνεχιζόμενος ρωσοτουρκικός πόλεμος, η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί. Πολλοί λιποτάκτες του τουρκικού στρατού προτιμούσαν το δρόμο της ληστείας, παρά της τακτικής σύμπραξης με τις στρατιωτικές δυνάμεις της πατρίδας τους. Εγκατέλειπαν τις μονάδες τους και κατέφευγαν στα βουνά όπου σχημάτιζαν ομάδες ληστών.

Πολύ χαρακτηριστικά, είχε αναφερθεί από την Καλλίπολη ότι όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με Κιρκάσιους και λιποτάκτες του στρατού. Οι Έλληνες κατατρομαγμένοι, δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε ένα βήμα έξω από τις κωμοπόλεις και τα χωριά. Το μόνο που άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες ήταν ληστείες και βιαιοπραγίες.

Μια άλλη τέτοια περίπτωση που πλήρωσαν ακριβά οι Θρακιώτες, για να αποκτήσουν... ιππικό οι ληστές, περιγράφει ο Έλληνας υποπρόξενος της Καβάλας Αρ. Παπαδόπουλος σε έκθεσή του προς το Προξενείο της Θεσσαλονίκης στις 20 Οκτωβρίου 1877. «Προς περισσοτέραν ασφάλειαν αυτών εκ των καταδιώξεων και ευκολωτέραν διάπραξιν ληστειών εσχημάτισαν και ιππικόν αφαιρέσαντες πλείστους ίππους εκ διαφόρων χριστιανικών χωρίων της Θράκης και ήδη εν σώματι ως ιππείς της Κυβερνήσεως περιφέρονται εις τα διάφορα χωρία αρπάζοντες παν το προστυχόν».

Έτσι, φορώντας και τις στρατιωτικές στολές τους, αλώνιζαν και έκαναν ό,τι ήθελαν. Σε άλλο σημείο της έκθεσής του ο Παπαδόπουλος διεκτραγωδεί και τις διαρπαγές των εκκλησιών, σημειώνοντας χαρακτηριστικά:

«Οι λιποτάκται ούτοι εσχάτως φαίνεται ελθόντες, εκόμισαν πλείστα λάφυρα εκ των εκκλησιών εν Βουλγαρία και Θράκη, ήτοι αργυρά κοσμήματα Αγίων εικόνων, στέφανα εκκλησιών, δισκοπότηρα και άλλα πράγματα εξ ών πλείστα, Οθωμανοί τινές και συγγενείς των λιποτακτών μετέφερον ενταύθα την παρελθούσαν εβδομάδα προς πώλησιν εις τινα Ιουδαίον αργυραμοιβόν».

Από την Καλλίπολη εξάλλου ο υποπρόξενος Τζαννέτος Π. ειδοποιούσε από την 1 Σεπτεμβρίου 1877 το υπουργείο Εξωτερικών:

«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι η δημοσία ασφάλεια ημέρα τη ημέρα χειροτερεύει. Άπασαι αι οδοί βρίθουσι Κιρκασίων και λιποτακτών του στρατού ώστε οι Έλληνες δεν δύνανται να εξέλθωσιν ούτε βήμα μακράν των κωμοπόλεων ή των χωρίων...».

Ανάμεσα σε μια σειρά εγγράφων Θρακικού ενδιαφέροντος της Βιβλιοθήκης της Βουλής, υπάρχει και ένα απόκομμα της Κωνσταντινουπολίτικης εφημερίδας «Νεολόγος» του 1879, από την οποία ξεχωρίζουμε δυο αποσπάσματα για το Μπαμπά Εσκή της Ανατολικής Θράκης και το Μουσταφά Πασά κοντά στην Αδριανούπολη, που υπέστησαν κατά τρόπο δραματικό τις συνέπειες αυτού του πολέμου.

Για το Μπαμπά Εσκή η εφημερίδα γράφει, ότι είχε 1200 Έλληνες και 800 Οθωμανούς και προσθέτει: «Δυστυχώς τα άτακτα στίφη του τελευταίου πολέμου κατέστρεψαν την κωμόπολιν ταύτην την επί της σιδηροδρομικής γραμμής κειμένην, μη αρκεσθέντα δ’ εις την λεηλασίαν αυτής επυρπόλησαν την εκκλησίαν και την σχολήν. Τούτων ένεκα ούτε ίχνος σχολής υπάρχει νυν».

Στην ίδια εφημερίδα για το Μουσταφά Πασά αναγράφεται: «Ολίγον προ της εισβολής του ρωσικού στρατού η νηπιαγωγός ανεχώρησεν εκείθεν, άμα δε τη κατοχή της κωμοπόλεως υπ’ αυτού, οι Βούλγαροι θρασυνθέντες έκλεισαν και την αλληλοδιδακτικήν σχολήν».
Προέλαση των Ρώσων- Πανικός των Οθωμανών

Η κάθοδος των ρωσικών στρατευμάτων μετά την κατάληψη της Φιλιππούπολης και την προέλαση προς την Αδριανούπολη, προκάλεσε μεγάλο πανικό κυρίως μεταξύ του τουρκικού πληθυσμού. Τα θεμέλια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έτριζαν επικίνδυνα. Η βοήθεια ήταν αποδεκτή απ’ όπου και αν προέρχονταν. Η τουρκική εφημερίδα «Μπασιρέτ» από το Μάιο του 1877 είχε γράψει, ότι ο Γεώργιος Ζαρίφης επρόκειτο να αναλάβει την πληρωμή των ημερομισθίων 80 εργατών, που θα εργάζονταν στα τουρκικά οχυρωματικά έργα, τα οποία είχαν αρχίσει να ανεγείρουν οι Τούρκοι με ταχείς ρυθμούς.

Μεταξύ αυτών που βοήθησαν τους Οθωμανούς στον πόλεμο εκείνο, ήταν και ορισμένοι Πολωνοί πατριώτες, οι οποίοι υποκινούμενοι από καθαρά αντιρωσικό μένος, έσπευσαν να καταταγούν εθελοντές. Οι Πολωνοί της Ανατολής συνέπηξαν στην Κωνσταντινούπολη κομιτάτο που καλούσε εθελοντές υπό τα όπλα για να πολεμήσουν εναντίον των Ρώσων στο πλευρό των Τούρκων.

Επισημαίνεται μάλιστα, ότι στρατολογούσε Πολωνούς εθελοντές από τον Απρίλιο του 1877 ο Έρνομπεκ, ενώ αναφέρεται η παρουσία στην Αδριανούπολη του Αρθούρου Μπέη επικεφαλής μικρής ομάδας Πολωνών εθελοντών. Άλλωστε Πολωνοί ιερείς, που δίδασκαν στο ένα από τα δύο καθολικά σχολεία της Αδριανούπολης είναι βέβαιο, ότι υπήρχαν εκεί τουλάχιστον από το 1870.

Οι Τούρκοι της Αδριανούπολης και της Βόρειας Θράκης, προσπαθούσαν να φύγουν με κάθε μέσο. Επίκεντρο της τεράστιας συγκέντρωσης πληθυσμού, ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός της πόλης. Στην ελληνική εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης, του Ιανουαρίου 1878, υπάρχουν πολλές ανταποκρίσεις από την Αδριανούπολη, που μιλούν για σύγχυση και αταξία, ενόψει της καθόδου των Ρώσων. Μέσα στην Αδριανούπολη κατέφυγαν χιλιάδες πρόσφυγες, ανάμεσα στους οποίους 4460 στρατιωτικοί, ασθενείς ή τραυματίες.

Το κρύο ήταν δριμύτατο και το θερμόμετρο έδειχνε 10 βαθμούς Ρεωμύρου κάτω του μηδενός. Υπάρχουν στον Τύπο περιγραφές για νεαρή μητέρα που κρατούσε στην αγκαλιά της το νεκρό βρέφος της, το οποίο είχε χάσει τη ζωή του εξαιτίας του κρύου. Μια άλλη τουρκάλα γέννησε μέσα σε ένα βαγόνι. Ακόμα και μαστιγώσεις πολιτών για ασήμαντες αφορμές από Βούλγαρους που διορίσθηκαν από τους Ρώσους ως αστυνομικοί μετά την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης, αναφέρθηκαν.

Ρακένδυτοι πρόσφυγες έφταναν από τη Φιλιππούπολη μέσα σε ανοιχτά βαγόνια αφού ταξίδευαν μέσα στο ψύχος επί 26 ώρες και είχαν αναμείνει τις αμαξοστοιχίες άλλες 48 ώρες για να τους παραλάβουν.

Στα βαγόνια ανέβαιναν ακόμα και στις οροφές. Ο υποπρόξενος στο Δεδέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη) Γ. Καραγιαννόπουλος δίνει μια συνοπτική αλλά άκρως παραστατική περιγραφή της καθόδου των προσφύγων στις 4 Ιανουαρίου γράφοντας ότι «θέαμα σπαραξικάρδιον παρουσιάζει από τινος η κωμόπολις αύτη». Τότε είχε διακοπεί η σιδηροδρομική γραμμή προς Κωνσταντινούπολη ενώ «ο σιδηρόδρομος της Αδριανουπόλεως μετέφερε τεσσαράκοντα βαγόνια πλήρη έσωθεν και άνωθεν Οθωμανικών οικογενειών.

Το δε μεσονύκτιον έτερα τεσσαράκοντα της αυτής καταστάσεως. Ο θρήνος και ο κλαυθμός απερίγραπτος». Το ένα τρίτο από τους πρόσφυγες στεγάσθηκε πρόχειρα σε καφενεία και μερικά σπίτια και οι υπόλοιποι έμεναν στο ύπαιθρο.

Πρόσφυγες Οθωμανοί είχαν καταφύγει ακόμα και στην Ξάνθη. Σχεδόν 20.000 ψυχές, από την Φιλιππούπολη και την Αδριανούπολη. Στην πόλη άρχισαν να σημειώνονται δραματικές ελλείψεις τροφίμων.
Σαλέπι και ψωμί!!!

Στην Αδριανούπολη ένας Έλληνας ο Βενετσιάνης, αντιπρόσωπος του πάμπλουτου βαρόνου Χιρς, άρχισε να οργανώνει συσσίτια και καταλύματα. Προσλήφθηκαν κατά το ρεπορτάζ της εφημερίδας, ακόμα και «εκμεκτσήδες» δηλαδή ψωμάδες και «σαλεπιτζήδες» που έκαναν τα γνωστά ζεστά ροφήματα, για να ανακουφίσουν τις πρώτες ώρες τους πρόσφυγες. Αργότερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ επαίνεσε δημόσια το Βενετσιάνη.

Ο βαρόνος Χιρς ήταν ο ξένος μεγαλοεπενδυτής, που είχε αναλάβει την κατασκευή των σιδηροδρόμων και άλλων έργων στην Ευρωπαϊκή Τουρκία.
Πρόσφυγες στην Καλλίπολη περιέθαλψε και ο Αντωνάκης Σιδερίδης πρόξενος της Αυστρίας και πράκτορας του Λόυδ. Αξίζει να σημειωθεί, ότι εξ αιτίας των κακών συνθηκών που επικρατούσαν στις πόλεις και την ύπαιθρο, στις αρχές Μαρτίου 1878 ενέσκηψε στην Αδριανούπολη επιδημία τυφοειδούς πυρετού, από τον οποία πέθαιναν κάθε μέρα 10-15 άτομα. Στο Ορτάκιοϊ έπεσε δυσεντερία, εξανθηματικός πυρετός και τύφος. Επιδημία τύφου έπεσε και στη Ραιδεστό.

Η Θράκη, όταν επήλθε η Ρωσική κατοχή δέχθηκε στα εδάφη της πολλά στρατεύματα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο υποπρόξενος στην Φιλιππούπολη Αθανάσιος Ματάλας έδωσε μια ζοφερή εικόνα φρικαλεοτήτων για την κατάσταση που επικράτησε εκεί, από τότε που άρχισαν να υποχωρούν τα τουρκικά στρατεύματα. Σε έκθεσή του στις 2 Φεβρουαρίου 1878 αναφέρει ότι κατά την υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων, για ένα φόνο που διέπραξε Τούρκος στρατιώτης και για κάποιες απόπειρες λεηλασιών με διαταγή του Σουλεϊμάν Πασά, τρεις στρατιώτες απαγχονίστηκαν, τρεις τουφεκίστηκαν και ένας αποκεφαλίσθηκε! Τα πτώματά τους έμειναν άταφα για όσο καιρό διέβαιναν από εκεί τουρκικά στρατεύματα, για παραδειγματισμό.

Η καθημερινότητα στη Θράκη εκείνα τα χρόνια, ήταν αναμφισβήτητα πολύ άγρια. Αντίθετα τα ρωσικά στρατεύματα κατοχής, επέδειξαν αχαρακτήριστη συμπεριφορά, στην πεδιάδα της Φιλιππούπολης, διαψεύδοντας τις ελπίδες των Χριστιανών.

«Εισερχόμενα εις τας οικίας αφήρουν παν το πρόχειρον, σκεύη, έπιπλα, ζώα. Επιτέλους καταλαμβάνοντες τας οικίας ως καταλύματα, υπεχρέουν τους κατοίκους εις τροφήν της ορέξεώς των, μεθύοντες δε, ήρπαζον τα οινοβάρελά των και τα έχυναν. Επί τέλους καίτοι υπαρχόντων ξύλων προς θέρμανσιν, επροτίμουν να καίουν τας θύρας και τα παράθυρα. Οι δυστυχείς κάτοικοι παραπονούμενοι προς τους ανωτέρους αξιωματικούς, ουδεμίαν ελάμβανον ικανοποίησιν».

Ο Ματάλας περιγράφει επίσης φοβερές σφαγές Οθωμανών από Ρώσους και Βουλγάρους μέσα στη Φιλιππούπολη. Ο ίδιος ως πρόεδρος της Προξενικής Επιτροπής, φρόντισε να σταλεί ψωμί στους λιμοκτονούντες Τούρκους, πολλοί από τους οποίους πέθαναν και από την πείνα.

Στις 21 Μαρτίου 1878 εξάλλου, μετέδιδε, ότι κατά τους υπολογισμούς των Ρώσων, στη Θράκη εισήλθε δύναμη 190.000 ανδρών. Από αυτούς έχασαν τη ζωή τους από τύφο, τραυματίσθηκαν ή προσβλήθηκαν από άλλες ασθένειες περί τους 25.000 άνδρες. Άλλοι 15.000 άνδρες πέθαναν από το κρύο κατά τη διάβαση του Αίμου.

Η κατοχή της Αδριανούπολης, είχε και μια άλλη απροσδόκητη συνέπεια. Άρχισαν να καταφθάνουν εκεί που υπήρχαν τόσα στρατεύματα «αοιδοί, συμφωνηθείσαι αδρώς υπό κερδοσκόπων» όπως έγραψαν οι εφημερίδες.

Συνεχείζεται... Εδώ

Σχόλια