Η Ιστορία του Συμβουλίου Της Επικρατείας


Πορεία προς τη συνταγματική καθιέρωση

Του Βασίλειου Π. Ανδρουλάκη, Παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας
Από την Προϊστορία ...

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, είναι γνωστό ότι προβλέφθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1911 και δεν άρχισε να λειτουργεί παρά το 1929. Επειδή οι συζητήσεις που διεξήχθησαν στην Β' Αναθεωρητική Βουλή αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, την γενέθλια πράξη του σημερινού θεσμού, θα γίνει εκτενής αναφορά σ' αυτές ώστε να καταδειχθεί ο προβληματισμός των ομιλητών, υπέρμαχων και πολεμίων του. Εν πρώτοις, όμως, θα μνημονευθούν οι δύο προηγηθείσες απόπειρες ιδρύσεως θεσμού, ο οποίος κοινό με τον ισχύοντα έχει, τουλάχιστον το όνομα.

1. "Προς συζήτησιν των σπουδαιοτέρων του Κράτους υποθέσεων και λύσιν διοικητικών αμφισβητήσεων θέλει συστηθή Συμβούλιον της Επικρατείας". Με την διάταξη αυτή του άρθρου 15 του από 3/15-4-1833 διατάγματος "Περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του" (φ. 12) εισάγεται για πρώτη φορά στην νεοελληνική ιστορία ο θεσμός του Συμβουλίου της Επικρατείας (1).

Ωστόσο, ο νέος αυτός θεσμός δεν λειτούργησε αμέσως. Χρειάσθηκε να περάσουν δύο περίπου έτη για να εκδοθεί, μετά την ενηλικίωση του Όθωνος, το από 18/30-9-1835 διάταγμα με τον τίτλο "Οργανικόν Διάταγμα περί συστάσεως Συμβουλίου της Επικρατείας" (φ.8). Όπως στο προοίμιό του αναφέρει ο Όθων "Σκοπόν έχοντες να περιστοιχίσωμεν τον Ημέτερον Θρόνον από άνδρας εξόχους, και να κάνωμεν χρησίμους εις το Κράτος τας γνώσεις και την πολυπειρίαν των, επιθυμούντες να δώσωμεν ενταυτώ και εις τους Ημετέρους υπηκόους νέον δείγμα της προς αυτούς αγάπης και εμπιστοσύνης Ημών, μετά την γνωμοδότησιν του Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν την σύστασιν του Συμβουλίου της Επικρατείας και διατάττομεν τα εξής ...". Με το διάταγμα αυτό καθορίζονται οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας που ήταν αφ' ενός μεν συμβουλευτικές ("Το συμβούλιον της Επικρατείας είναι η ανωτάτη συμβουλευτική Αρχή, εντός της οποίας και μεθ' ης ο Βασιλεύς συζητεί τας σπουδαιοτέρας ... υποθέσεις του Κράτους", παρ. 1), αφ' ετέρου δε αποφασιστικές ("Το αυτό είναι συγχρόνως η ανωτάτη αποφασίζουσα Αρχή ως προς τ' αντικείμενα τα ενδιαλαμβανόμενα ιδίως εις τους παρ. 47-52", παρ. 2). Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε, επομένως, διφυή χαρακτήρα: Συμβουλευτικό όργανο και (με την σημερινή ορολογία) Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (2). Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά την περίοδο της βαυαρικής αντιβασιλείας είχαν συσταθεί διοικητικά δικαστήρια και επιχειρήθηκε η δημιουργία οργανωμένου συστήματος απονομής διοικητικής δικαιοσύνης, σύστημα στο οποίο εντάχθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας το οποίο δίκαζε τις διοικητικές διαφορές, άλλοτε κατ' αναίρεσιν, άλλοτε κατ' έφεσιν και άλλοτε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό (3). Εν πάση περιπτώσει, όπως γίνεται δεκτό, το Συμβούλιο της Επικρατείας ήταν πρωτίστως συμβουλευτικό του Μονάρχη σώμα. Διεδραμάτιζε ρόλο Συμβουλίου του Στέμματος, Ανακτοβουλίου (Conseil du Roi) (4), ρόλος που ήταν σημαντικός σε ένα καθεστώς στο οποίο απουσίαζε οποιοδήποτε αντιπροσωπευτικό σώμα. Οι Σύμβουλοι της Επικρατείας ήσαν τακτικοί, είκοσι τον αριθμό (παρ. 3), και έκτακτοι (παρ. 5), όλοι διοριζόμενοι από τον Βασιλέα (παρ. 10).

Η σημαντικότερη στιγμή στην εννεαετή ιστορία του πρώτου εκείνου Συμβουλίου της Επικρατείας υπήρξε η συμμετοχή του στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1844 (5). Σ' αυτό προσέφυγαν οι επαναστάτες για να προσδώσουν "ένδυμα νομιμότητας στην εξέγερσή τους". Και αυτό ανταποκρίθηκε με δύο "Πράξεις", που μάλιστα δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (6), και με τις οποίες εξανάγκασε τον Όθωνα να αποδεχθεί τα τετελεσμένα. Εκτός, όμως, από την συμμετοχή του στην εξέγερση αυτή που οδήγησε στο Σύνταγμα - συνάλλαγμα του 1844 και στην εγκαθίδρυση Συνταγματικής Μοναρχίας, στο Συμβούλιο της Επικρατείας πιστώνεται, μεταξύ άλλων, ότι, ασκώντας τις αρμοδιότητές του, υπεραμύνθηκε της ανεξαρτησίας του Τύπου, αποφάνθηκε ότι είναι περιττή στην Ελλάδα η Βαυαρική αποστολή καθώς και ότι έπρεπε να προτιμώνται οι Έλληνες στρατιωτικοί έναντι των Βαυαρών, καθώς και ότι συνετέλεσε στην κατάργηση του διατάγματος περί εκτοπίσεως των Ελλήνων (7). Παρ' όλα αυτά δεν έπαυσε να θεωρείται όργανο συνδεδεμένο με την Μοναρχία, θεσμός περιττός εφ' όσον λειτουργούν αντιπροσωπευτικά Σώματα και έτσι με το άρθρ.102 του Καταστατικού χάρτη το πρώτο Συμβούλιο της Επικρατείας καταργήθηκε (8), δεδομένου ότι το νέο Σύνταγμα προέβλεψε πλην της Βουλής (άρθρ. 59 επ.) και Γερουσία (άρθ. 69 επ.) (9).

2. Την νύχτα της 10ης προς την 11η Οκτωβρίου 1862, ύστερα από εξέγερση της φρουράς και του λαού των Αθηνών κατελύθη η δυναστεία του Όθωνα. Ακολούθησε η εκλογή της Β' Εθνικής Συνελεύσεως η οποία ανέλαβε να συντάξει το νέο Σύνταγμα (10). Στο σχέδιο το οποίο υπεβλήθη στις 23-12-1863 από την Επιτροπή που είχε αναλάβει το σχετικό έργο προβλεπόταν, όπως και στο προηγούμενο Σύνταγμα, Βουλή και Γερουσία της οποίας τα μέλη θα διορίζονταν από τον Βασιλέα, ενώ δεν γινόταν μνεία ενδεχόμενης (επαν)ίδρυσης Συμβουλίου της Επικρατείας.

Στην συνεδρίαση της 7ης-9-1864 καταψηφίστηκε η σχετική με την Γερουσία διάταξη και στις 6-10-1864 ο εν τω μεταξύ επιλεγείς ως νέος Βασιλέας Δανός πρίγκιπας Γεώργιος, με διάγγελμά του απείλησε πως αν δεν επισπευσθεί η ψήφιση του Συντάγματος θα εγκατέλειπε την Χώρα. Παράλληλα απέστειλε προς την Συνέλευση δικό του σχέδιο για τα υπόλοιπα άρθρα του Συντάγματος, για όσα δηλ. δεν είχε γίνει συζήτηση και ψηφοφορία (μέχρι την 7η Οκτωβρίου είχαν ψηφισθεί 70 άρθρα και συνεζητείτο το 71ο). Στο σχέδιο αυτό προβλεπόταν η ίδρυση Συμβουλίου της Επικρατείας, "... προς παρασκευήν και βάσανον των νομοσχεδίων...". Και έτσι "... το Συμβούλιον της Επικρατείας ως θεσμός συνταγματικός εισήλασεν εν τη Εθνική εκείνη Συνελεύσει κατά τρόπον όλως απροσδόκητον" (11). Συνέπεια της ενέργειας αυτής του Γεωργίου ήταν το Σύνταγμα να ψηφισθεί μέσα σε δέκα ημέρες (12). Ειδικά η διάταξη περί Συμβουλίου Επικρατείας έγινε δεκτή με μικρή πλειοψηφία (επί συνόλου 270 υπέρ εψήφισαν 136, κατά 124 και 10 απείχαν). Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας έγινε δεκτό με έντονες αποδοκιμασίες τόσο από την πλευρά των βουλευτών, όσο και από το ακροατήριο (13).

Την ιδέα για την επανίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως νομοπαρασκευαστικού σώματος είχε υποστηρίξει ήδη ο Ν. Ι. Σαρίπολος από τον Δεκέμβριο του 1862 σε επιστολή του προς του συναδέλφους του καθηγητές οι οποίοι τον είχαν εκλέξει ως πληρεξούσιο του Πανεπιστημίου στην Εθνοσυνέλευση. Στην επιστολή - πολιτικό πρόγραμμα θεωρούσε ότι η ίδρυση ενός τέτοιου σώματος ήταν αναγκαία "... διότι η πείρα απέδειξεν, ότι οι εκάστοτε φύρδην μίγδην συγκροτηθείσαι επιτροπαί προς σύνταξιν νόμων, συρραφήν μάλλον ή συγγραφήν νομοθετημάτων εποίουν" (14). Για τους υποστηρικτές του το Συμβούλιο της Επικρατείας θα προσέφερε καλλίτερη επεξεργασία των νόμων, θα διαφώτιζε την Βουλή κατά το νομοπαραγωγικό της έργο. Εξ άλλου, την καθιέρωση του Συμβουλίου της Επικρατείας υποστήριζαν και όσοι ανήκαν στην πιό συντηρητική μερίδα της Εθνοσυνελεύσεως διότι δεν ήθελαν να βρεθεί ο Βασιλέας στο μέλλον μόνος απέναντι στη Βουλή, μετά την καταψήφιση των σχετικών με την Γερουσία διατάξεων (15). Οι αντιδρώντες στην ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας το εξελάμβαναν ".. ως επάνοδον εις τους χρόνους της βασιλικής απολυταρχίας και ως απειλήν διηνεκή κατά της αυθυπαρξίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της του λαού αντιπροσωπείας" (16). Πέτυχαν, πάντως, την ψήφιση του άρθρ. 108 του Συντάγματος με το οποίο επιτρεπόταν η αναθεώρηση των διατάξεων περί Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την προσεχή βουλευτική περίοδο, αν το ζητούσαν τα 3/4 της Βουλής.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρ. 85) ο αριθμός των Συμβούλων Επικρατείας δεν μπορούσε να είναι μικρότερος των δεκαπέντε, ούτε μεγαλύτερος των είκοσι και διορίζονταν από τον Βασιλέα, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, η δε θητεία τους ορίσθηκε δεκαετής δυναμένη να ανανεωθεί (άρθρ. 86). Τα καθήκοντα του Συμβουλίου ήσαν αμιγώς νομοπαρασκευαστικά (άρθρ. 83 και 84) (17).

Το Συμβούλιο της Επικρατείας οργανώθηκε με το "Περί του Συμβουλίου της Επικρατείας" διάταγμα της 5ης Φεβρουρίου 1865 (φ. 12), λειτούργησε από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Νοέμβριο του 1865 και φαίνεται ότι επεξεργάσθηκε σειρά σημαντικών νομοθετημάτων, όπως το σχετικό με την διοικητική αφομοίωση των Επτανήσων, το περί διανομής εθνικών γαιών, το περί τροποποιήσεως του περί χαρτοσήμου νόμου, το περί αποξηράνσεως της Κωπαϊδος και το περί φορολογίας των μεταλλευμάτων Λαυρίου (18).

Στις 25-10-1865 δεκαέξι βουλευτές κατέθεσαν πρόταση στην Βουλή με σκοπό "... να καταργηθή το σώμα τούτο, ούτινος η δημιουργία, από των πρώτων ημερών, κατέστη λαομίσητος" (19). Τελικώς, η πρόταση έγινε δεκτή με συντριπτική πλειοψηφία και με τον νόμο ΡΙΒ' της 25ης-11-1865 δημοσιεύθηκε το σχετικό ψήφισμα της Βουλής περί καταργήσεως των άρθρων 83 έως 86 του Συντάγματος που ανεφέροντο στο Συμβούλιο της Επικρατείας (20).

Αρχή
1. Όπως παρατηρεί ο Μ. Στασινόπουλος, στο άρθρο του "Συμβολή εις την ιστορίαν του πρώτου Συμβουλίου της Επικρατείας της μοναρχικής περιόδου", in ΕΔΔΔΔ 1957, σελ. 14 επ., ο τίτλος Συμβούλιο της Επικρατείας αποτελεί μετάφραση του γερμανικού όρου "Staatsrath" που σημαίνει "Συμβούλιο της Κράτους" ή "Κρατικό Συμβούλιο". Αρχικά μάλιστα γινόταν αδιακρίτως χρήση των όρων "Συμβούλιο της Επικρατείας" ή "Συμβούλιο του Κράτους". Ο τελευταίος όρος απαντάται δύο φορές στον Εσωτερικό του Κανονισμό του έτους 1835 (Παράρτημα στο φ. 21 της ΕτΚ/1835). Επίσης, σε αναφορά του Συμβουλίου της Επικρατείας της 30ης-7-1836, το σώμα αποκαλεί εαυτό "Συμβούλιον του Κράτους", βλ. Γ. Αγγελίδου, "Ερανίσματα από την ιστορίαν του πρώτου Συμβουλίου της Επικρατείας της μοναρχικής περιόδου" in ΕΔΔΔ 1959, σελ. 245 επ.
2. Γεγονός είναι, πάντως, ότι αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως (διοικητικό) όργανο της κεντρικής εξουσίας και ως εκ τούτου τίθεται υπό τον Υπουργό επί του Βασιλικού Οίκου, βλ. Μ. Στασινόπουλος, ibid.
3. Με τον νόμο της 19ης-7-1838 (φ.29) ιδρύθηκαν τα πρωτόκλητα και δευτερόκλητα διοικητικά δικαστήρια. βλ. Γ. Παπαχατζή: "Το δίκαιον των διοικητικών διαφορών εν Ελλάδι", in Μελέται επί του δικαίου των διοικητικών διαφορών, Αθήνα 1961, σελ. 126 επ. 137 επ. Μ. Στασινόπουλου: "Δίκαιον των διοικητικών διαφορών", Αθήνα 1964 4η έκδ. ανατύπωση 1980, σελ. 98 επ.
4. Μ. Στασινόπουλος, ibid, σελ. 130, Α. Τσούτσος: "Ο θεσμός του Συμβουλίου της Επικρατείας ως παράγων της διοικητικής δικαιοσύνης" στον τόμο μελετών Διοίκησις και Δίκαιον, εκδ. Π.Σάκκουλας 1979, σελ. 296 επ. 304
5. βλ. αναλυτικά Μ. Στασινόπουλου: "Το Συμβούλιο της Επικρατείας και η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843", in "Σελίδες από την πολιτική ιστορία του νεώτερου ελληνισμού", εκδ. Βιβλιοπωλείου της Εστία, 1978, σελ. 125 επ.
6. φ. 31/3-9-1843 και φ. 32/9-9-1843.
7. Τηλ. Κοντού: "Το Συμβούλιον της Επικρατείας εν Ελλάδι", Αθήναι 1914, σελ 35.
8. Με το άρθρ. 101 καταργήθηκαν τα διοικητικά δικαστήρια και έληξε η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας του κλάδου της διοικητικής δικαιοσύνης. Το καθεστώς της διοικητικής δικαιοσύνης ήταν πλέον το ακόλουθο: α) οι υποθέσεις που υπήγοντο στα καταργούμενο διοικητικά δικαστήρια υπήχθησαν στα τακτικά, β) Οι υποθέσεις που υπήγοντο στο Σ.τ.Ε. ανετέθησαν στα Εφετεία και στον Άρειο Πάγο, αναλόγως του εάν επρόκειτο για υποθέσεις δικαζόμενες κατ' έφεσιν ή κατ' αναίρεσιν και γ) Οι υποθέσεις που με τον νόμο του 1838 (βλ. υπος. 3) δεν είχαν υπαχθεί στα διοικητικά δικαστήρια εξακολούθησαν να υπάγονται σε διοικητικές αρχές. Κάθε δε νέος διοικητικός νόμος που αντιμετώπιζε νέα περίπτωση διοικητικής διαφοράς, ίδρυε και μιά διοικητική επιτροπή για την επίλυσή της. Έτσι δημιουργήθηκε πλήθος ετερόκλητων επιτροπών με δικαιοδοτικά καθήκοντα. Bλ. Μ. Στασινόπουλου: "Δίκαιον των διοικητικών διαφορών", σελ. 100.
9. Όπως, όμως, παρατηρεί ο Γ. Αγγελίδης στην μελέτη του "Ιστορικά για το Συμβούλιο της Επικρατείας 1864-1865", in Τιμ. Τομ. Σ.τΕ. εκδ. Α. Σάκκουλα 1979, Ι, σελ. 49 επ., η Γερουσία προσομοίαζε με το άρτι καταργηθέν Συμβούλιο της Επικρατείας αφού τα μέλη της διορίζονταν από τον Βασιλέα, ώστε να εξισορροπείται η εξουσία της λαϊκής αντιπροσωπείας. Για το ζήτημα της Γερουσίας βλ. και Ν. Αλιβιζάτου: "Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία", εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα 1981, τεύχος Α', σελ. 64.
10. Bλ. αναλυτικά Ν. Aλιβιζάτου, ibid, σελ. 75 επ.
11. Τηλ. Κοντού, op. cit. σελ. 42
12. Για τις αντιδράσεις που αναπόφευκτα προκάλεσε η ενέργεια αυτή του Γεωργίου βλ. αναλυτικά Γ. Αγγελίδη, op. cit., σελ. 51 επ..
13. Τηλ. Κοντού, op. cit., σελ. 48.
14. Bλ. το κείμενο της επιστολής in Ν. Ι. Σαριπόλου: "Πραγματεία του Συνταγματικού δικαίου", Αθήναι 1875, 2η έκδ., σελ. 11. Στην αγόρευσή του στην συνεδρίαση της 9ης Οκτωβρίου 1864 ο Ν. Ι. Σαρίπολος σημειώνει, μεταξύ άλλων, υπεραμυνόμενος της ιδρύσεως του Σ.τ.Ε. ως γνωμοδοτικού οργάνου "... όταν έρχωνται οι νόμοι ριπτόμενοι ως πρότασις παρά του μεν και του δε, και έκαστος προσθέτη τι, άλλος δε τροπολογή ή αφαιρή τι, επαναλέγω, ότι έχετε το εκτρωματιαίον εκείνο άγαλμα, περί ου προ ολίγου έλεγον, δεν θέλετε όμως ποτέ αξιωθή να λάβητε ούτε την Ήραν του Πολυκλείτου, ούτε την Αθηνάν, ή τον Ολύμπιον Δία του δαιμονίου Φειδίου? δεν θέλετε καταστήσει ποτέ εναρμόνιον την πολιτείαν, αλλά καταδικάζετε την Ελλάδα εις το διηνεκές να έχη νομοκέντρωνας δια νομοθεσίαν και ρακιοσυρραπτάδας αντί νομοθετών", ibid, σελ. 682. Ο ίδιος, πάντως, αρνήθηκε να διορισθεί ως Σύμβουλος Επικρατείας με την αιτιολογία ότι ωφελεί περισσότερο την πατρίδα ως Καθηγητής, ωφελείται δε και ο ίδιος ως δικηγόρος κερδίζοντας τριπλάσια από τον μισθό του Συμβούλου. Αναφέρεται από τον Α. Τσούτσο in: "Ο θεσμός του Συμβουλίου της Επικρατείας εις το Σύνταγμα του 1864", στον τόμο μελετών "Διοίκησις και Δίκαιον", σελ. 321 επ. σελ. 327 και τον Μ. Στασινόπουλο, in "Σύντομος ιστορία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επί τη συμπληρώσει τριακονταετίας από της ιδρύσεως αυτού", περιοδικό Παρνασσός, Αθήναι 1959, σελ. 489 επ., σελ. 500.
15. Α. Τσούτσου: ibid.
16. Γ. Αγγελοπούλου: "Σύστημα διοικητικού δικαίου", Αθήνα 1885, Τόμος πρώτος, σελ. 191. βλ. και Μ. Στασινόπουλου: "Δίκαιον των διοικητικών διαφορών", σελ. 136
17. Άρθρ. 83: "Καθίσταται προς παρασκευήν και βάσανον των νομοσχεδίων σώμα συμβουλευτικόν, ονομαζόμενον Συμβούλιον της Επικρατείας, εδρεύον εν Αθήναις." Άρθρ. 84: "Πάντα τα υπό της Κυβερνήσεως εισαχθέντα εις την Βουλήν νομοσχέδια, τα μη συνταχθέντα ή προβασανισθέντα εν τω Συμβουλίω της Επικρατείας, και πάντα τα υπό Βουλευτών εις την Βουλήν προταθέντα, μετά την υπό της Βουλής επιψήφισιν της αρχής αυτών θέλουσι παραπέμπεσθαι υπό ταύτης εις το Συμβούλιον της Επκρατείας. Ωσαύτως η Βουλή, εάν εγκρίνη, δύναται να παραπέμπη εις το Συμβούλιον τη Επικρατείας και πάντα τα υπ' αυτής τροπολογηθέντα νομοσχέδια. Το Συμβούλιον της Επικρατείας, λαβόν τα ως είρηται διαβιβασθέντα εις αυτό υπό της Βουλής νομοσχέδια, θέλει μελετά τας διατάξεις αυτών και θέλει εκφέρει γνώμην εφ' εκάστης των διατάξεών των, την οποίαν θέλει διαβιβάζει εις την Βουλήν δια λεπτομερούς εκθέσεως εντός δέκα ημερών. Εάν το Συμβούλιον Επικρατείας κρίνη αναγκαίαν την παράτασιν της ταχθείσης προθεσμίας, δύναται να ζητήση τοιαύτην παρά της Βουλής, ήτις δύναται να παρατείνη αυτήν επί δέκα και πέντε ημέρας. Εάν το Συμβούλιον της Επικρατείας δεν υποβάλη εις την Βουλήν την επί των διατάξεων νομοσχεδίου γνώμην του εντός της ειρημένης προθεσμίας, η Βουλή προβάινει και άνευ ταύτης εις την περαιτέρω συζήτησιν και ψήφισιν του νομοσχεδίου".
18. Γ. Αγγελοπούλου: op. cit. σελ. 193, Α. Τσούτσου: op. cit. σελ. 327.
19. Βλ. αναλυτικά Γ. Αγγελίδη: op. cit. σελ. 87 επ.
20. Το άρθρ. 101 του Συντάγματος όρισε ότι τα τακτικά δικαστήρια εξακολουθούν να δικάζουν τις διοικητικές διαφορές, ο νόμος, όμως, θα μπορούσε να ιδρύσει ειδικά διοικητικά δικαστήρια και να υπαγάγει σ' αυτά διοικητικές διαφορές ορισμένης κατηγορίας. Έτσι από την περίοδο αυτή άρχισε η ίδρυση διοικητικών δικαστηρίων αντί των διοικητικών επιτροπών. Πάντως, η διοικητική δικαιοσύνη κατά την περίοδο αυτή, υπό το Σύνταγμα του 1864, διακρίνεται για την ανομοιομορφία στην οργάνωσή της, καθώς και για την έλλειψη επαρκών εγγυήσεων για την απονομή της. βλ. Μ. Στασινόπουλου, op. cit., σελ. 100


Ομιλία Ελ. Βενιζέλου κατά την πρώτη συνεδρίαση της 17ης Μαΐου 1929

Ομιλία Κωνσταντίνου Ρακτιβάν κατά την πρώτη συνεδρίαση της 17ης Μαΐου 1929

ΠΗΓΗ

Σχόλια